Το Τέταρτο Κουδούνι: Το «Κιτσοπούλου» είναι πια είδος
Εντάξει. Ο τίτλος-σιδηρόδρομος «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα κλπ κλπ» -μ’ αυτό το ανελλήνιστο κλείσιμο «Ή Η ανουσιότητα του να ζεις»…- ήταν «για να κάνουμε εντύπωση άλλη μια φορά», και «για να προκαλέσουμε και πάλι», και «για να συζητηθούμε». Όπερ και εγένετο.
Στην ουσία, όμως: Το έργο της Λένας Κιτσοπούλου, που είδα στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου -και που παίζεται τώρα στο Δημοτικό του Πειραιά- μόνο ανούσιο δεν ήταν.
Αυτό το μπλα-μπλα ενός αστικού ζευγαριού -μιας γυναίκας κι ενός άντρα που η σχέση τους δεν διευκρινίζεται-, αυτές οι κουβέντες, άλλοτε μπουρδολογίες, άλλοτε απλώς καθημερινότητα, αυτό το διαλογικό μηδενικό, με τις ρωγμές που η συγγραφέας/σκηνοθέτρια εισήγαγε -κραυγές, σπαρακτικές σιωπές, βία, αίμα, ξαφνική συνειδητοποίηση…- και που κλείνουν όπως-όπως κι η «συζήτηση» στον καναπέ συνεχίζεται σα να μη συνέβη τίποτα- αποκτάει μία τραγικότητα: την τραγικότητα του τίποτα, του κενού που ζει το ζευγάρι αυτό, που ζει η τάξη τους -που όλοι μας ζούμε.
Το έργο -κι η παράσταση- Κιτσοπούλου είναι -για κοίτα που έγινε είδος πια το «Κιτσοπούλου»…- αλλά δε χάνει τον έλεγχο, δε χάνει το μέτρο, είναι καλοζυγισμένο, προκαλεί το γέλιο, το χάχανο ίσως αλλά ξέρει και να σου το κόβει με το μαχαίρι, να σου το παγώνει. Δεν είναι «Κοκκινοσκουφίτσα-Το πρώτο αίμα» ούτε «Αθανάσιος Διάκος-Η επιστροφή» που για μένα ήταν πούρος χαβαλές. Και πιστεύω πως είναι το καλύτερο θεατρικό της.
Εμένα, πάντως, τον «Κυριακάτικο περίπατο» του Ζορζ Μισέλ μου θύμισε. Ένα γαλλικό έργο των χρόνων της οργής -του ’67- που ανέβασε εδώ, αρχές της δεκαετίας του ’70, ο Γιώργος Μιχαηλίδης με το πρώτο «Ανοιχτό Θέατρό» του, στην οδό Κεφαλληνίας.