Αμαλία Μουτούση: αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου πάνω στη σκηνή χωρίς καμιά δικαιολογία
Οι διπλές πρόβες, από τη μια για τη «Μετατόπιση προς το ερυθρό» του Φεστιβάλ Αθηνών, από την άλλη η «Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων» του Φεστιβάλ Επιδαύρου, οι απαιτητικές συνεδριάσεις του νεοσύστατου Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού θεάτρου, του οποίου αποτελεί μέλος – «δεν πηγαίνεις, βάζεις μια τζίφρα και φεύγεις, είναι σοβαρή ιστορία» ξεκαθαρίζει – αναγκάζουν σε μια συνάντηση από απόσταση, τηλεφωνική. Κι όμως, αυτό το βροχερό, βαρύ πρωινό, υπάρχει κάτι μου μοιραζόμαστε με την Αμαλία Μουτούση: Το τράνταγμα της βροντής που ξεσπά με μικρή χρονική διαφορά, πότε στο ακουστικό της μιας και πότε της άλλης.Φωτογραφία: Τάκης Διαμαντόπουλος
Μιλάμε πολύ για την δουλειά της, καταιγίδα διαρκείας αυτή. Τριάντα πέντε χρόνια μετά, η Αμαλία Μουτούση σε πείθει, είτε από σκηνής είτε εκ του σύνεγγυς, πως έχει εκτός από το εγνωσμένο ταλέντο, την αφοσίωση και την ζέση που την διέκρινε όσο μπορείς να τη θυμάσαι. Εκείνη το διατυπώνει με τρόπο πιο προσωπικό. «Ξεχνιέμαι μέσα στα πράγματα που καταπιάνομαι, παρασύρομαι, παθιάζομαι. Έχω την χαρά του παιδιού, όμως με την σοβαρότητα που ένα παιδί παίζει».
Χάρη στη «Μετατόπιση προς το ερυθρό» επιστρέφετε σε ένα σύντομο μεν, ρεσιτάλ δε. Είναι εύκολο να συναντάτε ξανά τον εαυτό σας σε ένα υψηλό κατακτημένο επίπεδο;
Οι πρόβες συμβαίνουν από την αρχή. Δεν μπορείς να επαναλάβεις κάτι. Η μόνη διαφορά είναι ότι ξέρεις πως το έχεις κάνει. Το ότι έχω πάει εκεί μου δίνει μια ασφάλεια. Από εκεί και πέρα, δουλεύεις ξανά και πολύ από το σημείο μηδέν.
Συνεπώς δεν είναι εύκολο να επαναλαμβάνετε ένα ρόλο.
Όχι, γιατί όταν έχεις άγνοια του ρόλου μπαίνεις σε αυτόν με έναν καλώς εννοούμενο αυθορμητισμό. Η αναζήτηση είναι κάτι που ξεπηδάει αυτόματα. Τώρα, όμως πρέπει να φορέσεις την αθωότητα στην αναζήτηση ενώ ξέρεις το ρόλο. Κι όταν ξέρεις κάτι, το κάνεις μηχανικά. Είναι λίγο σαν έναν άνθρωπο που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε και τότε η σχέση κάπως παγιώνεται. Ενώ αν επιδιώκουμε να τον ανακαλύπτουμε συνέχεια, η σχέση παραμένει ζωντανή.
Ξεχνιέμαι μέσα στα πράγματα που καταπιάνομαι, παρασύρομαι, παθιάζομαι. Έχω την χαρά του παιδιού, όμως με την σοβαρότητα που ένα παιδί παίζει
Φοβάστε το ενδεχόμενο να μην αποδώσετε εξίσου με την πρώτη αναμέτρηση με το ρόλο;
Φοβάμαι πως δεν θα φτάσω το ίδιο ψηλά, ακόμα κι αν δεν είναι ο ίδιος ρόλος. Έχει τύχει, στο παρελθόν, να χρειαστεί να παίξω ένα ρόλο δύο φορές. Στην πρώτη «Μήδεια» με τον Μαρμαρινό και την «Αντιγόνη» του Βογιατζή. Υπάρχει λοιπόν αυτή η αγωνία αλλά εκεί πια νομίζω ότι παίζει ρόλο η ωριμότητα. Προσπαθώ να μην αφήνω ανασφάλειες και φοβίες να με επηρεάζουν. Κατευθύνω την σκέψη μου σε πράγματα που μου δίνουν δύναμη, όχι σε εκείνα που με αποδυναμώνουν.
Παρόλα αυτά, αναζητάτε τον πιο αθώο εαυτό σας, τον πρώτο ενθουσιασμό;
Πάρα πολύ. Η ωριμότητα έχει πολύ να κάνει με την επαφή μου με το πρώτο μου κομμάτι, όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο, που ήταν αφύλαχτο, ελαφρύ, δεν είχε το βάρος των πραγμάτων που έχουν γίνει. Είναι πολύ βοηθητικό να είσαι άδειος. Τότε δεν είχα ιστορία, παρά μόνο όρεξη, ορμή και άγνοια. Δεν είχα κάνει πράγματα, δεν ήξερα καν πώς γίνονταν τα πράγματα. Οπότε τώρα που περνούν τα χρόνια και επιδιώκω όσο κουράζομαι σε αυτή τη δουλειά να μαθαίνω πώς να ξεκουράζομαι – εκεί είναι η ωριμότητα – επαναπροσεγγίζω τα πρώτα μου χρόνια.
Πιστεύετε πως ο εαυτός είναι ο χειρότερος εχθρός του ηθοποιού;
Αν η πηγή μου ήταν η εχθρότητα θα βάραινα πολύ. Συνήθως λοιπόν στρέφομαι στην υγεία, στο παιχνίδι, το οποίο καταλήγει σε έναν ωραίο χορό, σε ένα ωραίο τραγούδι.
Βοήθησε, εκτός από το πέρασμα των χρόνων και την πείρα που προστίθεται, η ζύμωση σας με ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου;
Δεν νομίζω πως ανήκω σε κανένα είδος. Βλέπω πράγματα στο θέατρο κι αν εκτιμήσω ότι υπάρχει κάτι ζωντανό εκεί μέσα τίποτα δεν θα με εμποδίσει να εμπλακώ. Μπορεί, ας πούμε, σε μια παράσταση που δεν είναι καθόλου του γούστου μου να βρω πράγματα που θα με ενθουσιάσουν. Συνήθως δεν επιλέγω παραστάσεις που δεν μου αρέσουν για να παίξω, αλλά έχει τύχει να δουλεύω σε παραστάσεις που δεν εξελίσσονταν όπως θα ήθελα και από αυτές έμαθα πολλά. Έμαθα να αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου πάνω στη σκηνή και να μην υπάρχει καμία δικαιολογία για μένα – ακόμα κι αν δεν συμφωνώ με τον τρόπο που έχει δουλευτεί η συγκεκριμένη παράσταση. Μέσα στον ασφυκτικό χώρο που μπορεί να μου δίνει ένας σκηνοθέτης θα μάθω να αναπνέω με το καλαμάκι και θα το κάνω καλά.
Δεν νομίζω πως ανήκω σε κανένα είδος. Βλέπω πράγματα στο θέατρο κι αν εκτιμήσω ότι υπάρχει κάτι ζωντανό εκεί μέσα τίποτα δεν θα με εμποδίσει να εμπλακώ.
Είστε ευέλικτη;
Επιβιώνω οπουδήποτε κι αν με βάλεις. Την αναζήτηση την έχω παντρέψει με μια βαθιά γνώση τόσο για τον εαυτό όσο και για τη δουλειά μου. Είναι προσωπική μου υπόθεση η ερμηνεία, ανεξάρτητα από το αν ο σκηνοθέτης μπορεί να μου προσφέρει – κι αυτό είναι το όνειρο μου και το ζητούμενο κάθε φορά – τη δυνατότητα να πετάξω.
Άλλωστε, το πείραμα και η αναζήτηση σας άρεσε πάντα στο θέατρο.
Η έρευνα και το πείραμα – όχι μόνο για μένα, αλλά αντικειμενικά αν το δει κανείς – δεν έχει να κάνει με καινούργιους τρόπους. Μπορείς να αναζητάς και στο πιο κλασικό πράγμα. Το θέατρο το αντιμετωπίζω σαν κάτι που έχει μέσα του το αρχετυπικό – για να μπορείς να το πλησιάσεις, να το γνωρίσεις, για να μπορείς τελικά να το αποδώσεις. Αν πηγαίνεις με την βεβαιότητα ότι ξέρεις κάποια πράγματα, δεν υπάρχεις περίπτωση να κερδίσεις κάτι ∙ θα μείνεις εκεί που είσαι, στις βεβαιότητες σου. Τα έργα δεν πρέπει να τα κουνάμε εμείς, πρέπει αυτά να μας κουνάνε. Φυσικά αυτό δεν είναι απλό.
Αναφερθήκατε νωρίτερα στην προσφορά του σκηνοθέτη προς εσάς. Την έχετε ανάγκη;
Πιο πολύ αναζητώ μια σχέση με τον σκηνοθέτη που να με εμπνέει, που να κάνει την φαντασία μου να λειτουργεί. Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς αυτήν. Μου αρέσει να χρησιμοποιώ τους συνεργάτες και τους σκηνοθέτες μου, με την καλή έννοια. Οπότε όσο πιο πλούσιο είναι το… μετάλλευμα, τόσο καλύτερα για μένα.
Είναι ο Θωμάς Μοσχόπουλος μια τέτοια περίπτωση;
Με το Θωμά έχω ξαναδουλέψει στην «Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ στο Μέγαρο Μουσικής, ερμηνεύοντας την Κλυταιμνήστρα. Ήταν μια πολλή καλή συνεργασία, συνεννοηθήκαμε, ο Θωμάς με άφησε ελεύθερη. Δεν χρειάστηκε να διεκδικήσω την ελευθερία μου μαζί του. Μου έκανε χώρο, κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό. Δυστυχώς, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα επαφή με τη δουλειά του και ξαναβρισκόμαστε τώρα, με αφορμή την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», ένα έργο που με ενδιέφερε πολύ.
Γιατί;
Έχει μέσα του έχει κάτι το ξένο και το ανοίκειο. Καταρχάς είναι ένα έργο που δεν ανήκει στο χώρο της αρχαίας τραγωδίας. Και συνάμα το πρόσωπο της Ιφιγένειας έχει μια αποδοχή, είναι το πρόσωπο που βγαίνει από τον κύκλο αίματος των Ατρειδών με ένα πέταγμα. Όλοι την πιστεύουν πεθαμένη ενώ εκείνη ζει επειδή την έχει σώσει η Αρτεμη. Τι σημαίνει αλήθεια να είσαι νεκρός για τον κόσμο ενώ στην πραγματικότητα υπάρχεις; Κάτι γίνεται σε αυτό το έργο, στη σχέση με τον Άλλο.
Τι κομίζει η Ιφιγένεια στο σήμερα; Εν πρώτοις διαπιστώνουμε ότι θυσιάζεται ως αποτέλεσμα μιας κρίσης.
Στην Ιφιγένεια η θυσία παίρνει μια άλλη διάσταση. Μέχρι τώρα το δίλημμα είναι ή εσύ ή ο Άλλος, ή η Ιφιγένεια ή το ελάφι που σφάζεται στη θέση της. Η Ιφιγένεια επίσης θυσιάζει τους Ξένους που έρχονται στη γη των Ταύρων, γιατί σε αυτή τη διαδικασία οφείλει την ζωή της. Όλο αυτό το σύστημα αναγκάζει σε μια επιλογή ανάμεσα στο «ή εγώ ή εσύ», όμως δεν έχει να κάνει με αυτό η θυσία. Θυσία είναι «εγώ μαζί με σένα», μαζί με τον Άλλον. Η θυσία δεν χωρίζει, χωράει τον Άλλον. Δεν καταλαβαίνω λοιπόν, την κατάσταση πως για να ζήσω εγώ πρέπει να πεθάνεις εσύ.
Όταν κάνετε μια θυσία ή μια παραχώρηση πώς νιώθετε;
Η θυσία ξαλαφρώνει, προσφέρει ανάταση, ρίχνει άλλο φως πάνω στα πράγματα.
Είναι προσωπική μου υπόθεση η ερμηνεία, ανεξάρτητα από το αν ο σκηνοθέτης μπορεί να μου προσφέρει τη δυνατότητα να πετάξω.
Πως εξηγείτε ότι για τους περισσότερους λειτουργεί αντίστροφα;
Οι άνθρωποι είμαστε πάρα πολύ εγωιστικά όντα, από εκεί ξεκινάνε όλα. Κρατάμε συνέχεια για τον εαυτό μας ενώ όσο πιο πολύ αφήνουμε, ελευθερωνόμαστε και ομορφαίνουμε σε όλα τα επίπεδα. Ακόμα κι αυτή την εποχή – και εξαιρώ την πραγματική ανέχεια, την φτώχεια και τους ανθρώπους που δεν έχουν να δώσουν γάλα στο παιδί τους – δεν χρειάζεται να έχουμε περισσότερα από αυτά που χρειαζόμαστε.
Σας ενοχλεί επομένως η παρερμηνεία της έννοιας της θυσίας στις μέρες μας;
Νομίζω ότι επειδή ο εγκλωβισμός της έννοιας της θυσίας γύρω από τα υλικά αγαθά έχει φτάσει στο απροχώρητο, θα γεννήσει σιγά-σιγά την ανάγκη για το Άλλο. Μέσα σε αυτό τον αυτιστικό κόσμο όπου η θυσία είναι βάρος και ψυχαναγκασμός – όχι ελευθερία και αποδοχή – θα ψάξουμε νέες λύσεις. Υπάρχει μια πραγματική ανάγκη να επανατοποθετηθούν οι αξίες και οι βάσεις που κάνουν αυτή τη σύντομη ζωή να έχει ένα νόημα.
Ζούμε στη χώρα, στην εποχή, στον πλανήτη των Ταύρων;
Ναι κι όσο πιο πολύ και πιο γρήγορα καταλάβουμε ότι ζούμε μέσα σε αυτή τη βαρβαρότητα και παίζουμε κάποιο ρόλο στην συνέχεια της, τόσο πιο μεγάλη είναι η ελπίδα να κάνουμε κάτι για να τη νικήσουμε. Να τρομάξουμε από αυτό που φτιάχνουμε και είμαστε. Αυτή είναι η ανάγκη που δημιουργεί η εποχή μας. Και ο Ευριπίδης το θέτει αυτό πολύ μέσα στο έργο: Ανάμεσα στους Έλληνες και στους Ταύρους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιοι είναι στ’ αλήθεια οι βάρβαροι. Το έργο έχει να κάνει πολύ με το ποιος είναι τελικά ο Άλλος… Η Ιφιγένεια θυσιάζει τον κάθε ξένο που φτάνει στην χώρα των Ταύρων μέχρι που εκεί φτάνει ο αδελφός της, ο Ορέστης. Συνεπώς, ο καθένας που είχε θυσιάσει στο παρελθόν θα μπορούσε να είναι δικός της άνθρωπος. Μήπως λοιπόν, ο Άλλος είναι και μέσα μας; Η βαρβαρότητα είναι μετακινούμενη σαν την άμμο.
Ποια από αυτές τις έννοιες σας έχει απασχολήσει περισσότερο το τελευταίο διάστημα;
Το ζήτημα του Άλλου. Νιώθω πολύ μεγάλη ευτυχία όταν μέσα μου δεν είμαι διχασμένη από τον κόσμο. Αλλιώς περπατάς κι αλλιώς αναπνέεις όταν έχεις ένα σώμα σφιγμένο που προσπαθεί να προστατευθεί από το έξω κι αλλιώς όταν το σώμα σου δέχεται, χαίρεται, είναι πρόθυμο να ανταποκριθεί. Μόνον έτσι μπορούμε να χαρούμε αυτό το θείο δώρο που λέγεται ζωή. Και αντ’ αυτού το έχουμε κάνει σαν τα μούτρα μας.
Μοιάζει παράδοξο να το λέτε αυτό, την στιγμή που (και) φέτος υποδύεστε δύο ηρωίδες οι οποίες έχουν «διαπραγματευτεί» με τον θάνατο.
Νομίζω ότι ο θάνατος είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής. Δεν μπορείς να χαρείς την ζωή διαφορετικά. Όλοι ξέρουμε πως θα πεθάνουμε. Δεν βάζεις τον θάνατο στη ντουλάπα και του ανοίγεις το φύλλο όταν έρθει η ώρα ∙ πρώτα απ’ όλα η ίδια η ζωή δεν σε αφήνει να το κάνεις. Η ζωή σε μαθαίνει να αποδέχεσαι το θάνατο σοφά. Όταν αρχίζεις από μια ηλικία κι έπειτα, να χάνεις τους δικούς σου ανθρώπους, τα πρόσωπα αυτά μέσα από τον θάνατο τους σου κάνουν ουσιαστικά αυτό το δώρο: Γίνεσαι μάρτυρας της οδύνης και εξοικειώνεσαι με το δικό σου τέλος. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει τρόμος για το θάνατο. Προτιμώ ωστόσο να σκέφτομαι τη μόνη αλήθεια: Πως η ζωή μου σε αυτή τη γη είναι πολλή σύντομη ∙ είμαι και είμαστε όλοι περαστικοί. Η ζωή είναι ένα φτερό που κάνει γκελ στον αέρα και φεύγει. Οπότε ας κάνουμε στο πέρασμα μας κάτι σημαντικό – ό,τι τραβάει η ψυχή του καθενός.
Η δική σας ψυχή;
Θέλει να πετάει. Να είναι ελαφριά.