Μια καθημερινή βόλτα στην Αθήνα #4: Κέντρο
Η Σταυρούλα ψάχνει κουφέτα για τα βαφτίσια του μικρού. Θα φτιάξει η ίδια τις μπομπονιέρες (αχ, τι μπελάς, Χριστέ μου! Δεν της το είπα, εννοείται, ποτέ).Φωτογραφίες: Τζοάννα Μαρί Μαρσελλάνα
“Πάμε κέντρο; Εκεί στα δικά σου, Καρύτση και τα λοιπά;” Τα αποκαλεί “δικά μου” γιατί ψιλοέγιναν “δικά μου” τον χειμώνα, που πέρασε (πριν μόνο αραιά πράγματα) εξαιτίας του “Ημεροδρόμου“, στην Πραξιτέλους. Το χειροποίητο στέκι από τρεις φίλους δημοσιογράφους που άνοιξε τον Φλεβάρη και στο οποίο βρήκαμε μια οικεία γωνιά να τραγουδάμε και να χορεύουμε.
“Να πάμε, γιατί όχι;“. Και κατεβήκαμε στο κέντρο κάνοντας πρώτα μια στάση στην αυλή του Σπύρου για καφέ και παιχνίδι με τον δικό του μικρό γιο.
Αυτοί οι δρόμοι, εκεί γύρω στην Καρύτση και πιο κάτω προς Μοναστηράκι, οι χωρίς σπίτια και κανονικά, ρυθμισμένα ρολόγια έχουν το εξής ιδιόμορφο: Περπατώντας τους, εξαιτίας της πολυμορφικής ύλης που έχουν σε πρώτη διάταξη, δηλαδή κουφετάδικο από τη μία και δίπλα μπακάλικο, φτηνά σουβλάκια, υφάσματα και χνουδωτό μαλλί για πλέξιμο, παπουτσάκια των 5,5 ευρώ και φουτουριστικά ποδήλατα, έχεις την αίσθηση ότι είσαι σε λούνα πάρκ.
Και γίνονται όλα ταυτόχρονα. Ο Πάνος διαφημίζει τα καραβόπανα, την ίδια στιγμή που ο Φρεντ γεμίζει μια χάρτινη σακούλα με ωραία κεράσια. Από τον “Ημεροδρόμο” ακούγεται η “Ηλιόπετρα” του Θανάση Παπακωνσταντίνου και στον “Μωβ σκίουρο” κάποιος ζητάει το “Υστερόγραφο” του Αναγνωστάκη.
Φρούτα, κόκκοι καφέ, μπέργκερ που σιγο-ετοιμάζονται. Αρκετά αυτοκίνητα, μηχανάκια και ποδήλατα. Πεζοί πάνω-κάτω. Άπειρα, διαφορετικά καφέ. Με διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετικές μουσικές, διαφορετική κρέμα στον “φρέντο”, διαφορετικά όλα. Άσε πάλι τις στοές. Είναι και αυτές κάμποσες και μ’ αρέσουν σχεδόν όλες.
“Άσε την πολυλογία και πες πού θα βρούμε κουφετάκια, τούλια, φιογκάκια“. “Να, εδώ. Κοίτα εδώ”. Ανεβαίνουμε μια στριφογυριστή σκάλα για να βρεθούμε στον δεύτερο όροφο που μύριζε ολόκληρος πλαστικό παιχνίδι. Η Σταυρούλα ψάχνει με την εξαίσια υπομονή που διαθέτει. Ψάχνει το πιο ανθεκτικό κουφέτο, το πιο ιδιάζον τούλι, τον πιο απρόσμενο φιόγκο. Εγώ, από την άλλη, χαζεύω κάτι πλέιμομπιλ. Συνήθεια παλιά, συνήθεια για πάντα. Από το παράθυρο, βλέπω τον Χρήστο να παρκάρει την κόκκινη βέσπα.”Δεν είναι δυνατόν”. Δηλαδή πρώτα την βέσπα είδα και μετά τον Χρήστο. Πόσο καιρό έχω να τον δω; Έχω.
Κατρακυλάω στη σκάλα, βγαίνω στον δρόμο, πέφτω πάνω του. “Πού χάθηκες; Ε, πουθενά. Μάλλον δε χάθηκα. Χάθηκες, άστα αυτά”. Στέλνω sms Στη Σταυρούλα: “Έρχομαι σε λίγο. Ψάξε με την ησυχία σου. Βρήκα τον Χρήστο“. 7 θαυμαστικά. Πάμε στην Ευριπίδου, στα “Μπαχαρικά Fotsi“, κάτι ήθελε από κει. Με την βέσπα, εννοείται.
Να θυμηθώ την ευκρίνεια της εικόνας μας, να την περιγράψω σε 2-3 μήνες, που θα ‘χει παλιώσει. Ωραία εικόνα. Ένα κορίτσι αγκαλιάζει ένα αγόρι και το αγόρι οδηγεί. Στην Ευριπίδου ψάχνεις τη λεπτομέρεια. Άπειροι άνθρωποι που απαξιώνουν τις συμβατικές αγορές για χάρη αυτού του πάρε- δώσε με τον πωλητή. Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος έψαχνε για το βότανο Σαπωνάρια. Του έδειξαν ένα κατάστημα, που μάλλον το είχε. Άλλος κόσμος.
Να θυμηθώ την ευκρίνεια της εικόνας μας, να την περιγράψω σε 2-3 μήνες, που θα ‘χει παλιώσει. Ωραία εικόνα. Ένα κορίτσι αγκαλιάζει ένα αγόρι και το αγόρι οδηγεί
Φεύγουμε. Με αφήνει στο κουφετάδικο. “Αυτό ήταν;” “Την άλλη φορά θα είναι περισσότερο“. Γέλιο, γκριμάτσα, σχόλιο δικό μου -δηκτικό-, σιωπή δική του. Αίσθηση υπόσχεσης. Έφυγε.
Σε ένα τοπίο με απαράμιλλη πολυφωνία, εγώ βρήκα τον Χρήστο και πήγαμε μέχρι την Ευριπίδου. Αν διακόψω την κίνηση με ένα κουμπί, θα καταρρεύσει όλη η Αττική.
Η Σταυρούλα βρήκε τούλια, δε βρήκε τα κουφέτα που ήθελε όμως. “Μα όλα τα κουφέτα ίδια δεν είναι;”
Ειρωνία.
Τρώμε κάτι στα γρήγορα, στη Ρόμβης.
“Τι έχεις; Τι σκέφτεσαι;”
“Αν στην Ευριπίδου νοικιάζεται κανά σπίτι.”
“Άστο. Πες ότι δε σε ρώτησα”.
Γελάει. Δε γελάω. Βλέπω παντού βέσπες.
Αν μάθω κι εγώ τον χειρισμό τους, θα μπορώ να χάνομαι χωρίς τύψεις. Ακόμη και το κέντρο της Αθήνας.
Εμπρός. Τι κάθομαι;
ΥΓ. Ο ημεροδρόμος ήταν ο μεταφορέας των μηνυμάτων στην αρχαία Ελλάδα.