Μια Κυριακάτικη βόλτα στην Αθήνα #3: Πετράλωνα
Αυτή τη βόλτα θα την κάνω μόνη μου. Δε θα προσπεράσω κανέναν άνθρωπο, που είναι έτοιμος να μου αντιγυρίσει μια καλημέρα, ή ένα μισο-γέλιο, ή κάτι εντελώς ανθρώπινο.Φωτογραφίες: Τζοάννα Μαρί Μαρσελλάνα
Αρνούμαι οποιοδήποτε μέσο, θέλω να περπατήσω με τα καλοκαιρινά μου πόδια. Να προσέχω μόνο τα φανάρια και τις “επικίνδυνες γραμμές” στα πεζοδρόμια που μου “καταστρέφουν” το μπροστινό μέρος των παπουτσιών και κάποιες φορές με ρίχνουν και κάτω. Γελούν τα μωρά στα καρότσια. Σηκώνομαι και συνεχίζω.
Με έναν καφέ στο χέρι, τα παγάκια λιώνουν μετά το πρώτο μισάωρο, ξεκινώ απ’ τον Βύρωνα, μηχανικά, για τα Πετράλωνα. 9 στις 10 φόρες, εκεί, συναντώ την Αλεξάνδρα, ένα μικροσκοπικό, ’60ς κορίτσι που τ’ απογευμάτα σχολάει απ’ τα χόμπι της και (πάντα) μετά κάνει μια στάση στη “Λόλα”, για σπιτική λεμονάδα με κανέλα και τζίντζερ.
Η Αλεξάνδρα μ’ έμαθε ν’ αγαπώ τα λεμόνια. Πίνοντας τέτοιες λεμονάδες, αισθάνομαι ότι το αίμα στις αρτηρίες μου αποκτά φιλική γεύση. Λες να την ξαναδώ; Ίσως να μου την πει για την ευρεσιτεχνία μου στο “πρόβλημα”, ίσως να μην πει και τίποτα. Θα πούμε κάτι μελαγχολικό, τύπου “οι λογαριασμοί του σπιτιού ανεβαίνουν σαν ασανσέρ στον 6ο” και μετά θα το ισοσταθμίσουμε με λίγη προοπτική “διακοπής από την αστική πραγματικότητα”. Σαμοθράκη και πολλή Ανάφη. Η Ανάφη είναι δική μου για φέτος. Οκ;
Τόσες οδοί. Δε συγκρατώ ονόματα, όταν δε θέλω. Τι παράξενη γειτονιά τα Πετράλωνα.
Τόσες οδοί. Δε συγκρατώ ονόματα, όταν δε θέλω. Τι παράξενη γειτονιά τα Πετράλωνα. Την ίδια ώρα που περπατάς και είσαι σίγουρος για τον χρόνο, την ίδια στιγμή, ένα ασπρόμαυρο φίλτρο και τσακ παιδάκια που παίζουν σε δρόμους με χώμα, αυλές και γυναίκες που πλένουν σε σκάφες, ταβερνάκια και πλατείες και γιορτινά Σάββατα και “τα καλά μας” και τα μισά ώριμα αγόρια να μοιάζουν στον Αλέκο Αλεξανδράκη.
Και να μην είναι η ζωή της προκοπής. Τα Πετράλωνα το έχουν αυτό. Απ’ όποια πλευρά και να τα δεις έχουν και μια σταματημένη εικόνα από τις χιλιάδες προσωπικές ιστορίες αυτών που έμεναν στα σπίτια με τα μωσαϊκά και τους γλόμπους στις εξώπορτες, αυτών που αγόραζαν τσιγάρα “Κεράνης” και σοκολάτες γάλακτος από τα μουσταρδί περίπτερα. Αν ξύσω με το νύχι μου οποιονδήποτε τοίχο στην Αιολέων ή την Ιώνων ή την Καλλισθένους θα βρω βίντατζ κραυγές ερωτευμένων (γραμμένες με βερνίκι εποχής) ή διαχρονικά συνθήματα αγανάκτησης και συνειδητοποίησης.
Αν ξύσω με το νύχι μου οποιονδήποτε τοίχο στην Αιολέων ή την Ιώνων ή την Καλλισθένους θα βρω βίντατζ κραυγές ερωτευμένων (γραμμένες με βερνίκι εποχής)
Συνεχίζω μόνη μου. Την Αλεξάνδρα δεν την βρήκα. Ή μήπως δεν την πρόσεξα με τόσο μπούρου μπούρου με τους εαυτούς μου;
“Ασχημόπαπο”, “Μπάμπουρας”, “Ραντεβού”. Τι ωραία που φροντίζουν τα ονοματάκια τους εδώ στα Πετράλωνα. Και στα τρία έχουμε κάνει ή γενέθλια, ή έχουμε πιει μια φτηνή μπύρα, συνήθως μετά από μια γιγάντια κούραση, ή απλά έχουμε κάτσει αμίλητοι, δίπλα δίπλα.
Στην Τρώων και στον “Σαλό λαγό”, έμαθα ότι η Μάρω θα γίνει μαμά. Ήπιαμε τόσο κρασί που κοιμηθήκαμε και οι 4 στο ταξί για το Παγκράτι. Δεν τρώω ποτέ μόνη οπότε για σήμερα “γεια σου, λαγέ”.
Το βρήκα. Θα πιω καφέ στον “Κύριο Χου”, στη Δημοφόντως και ίσως, για να περάσει η ώρα, ελαφρύνω το πορτοφόλι μου απ’ όλα τα ά-χρηστα χαρτάκια που το βαραίνουν. Αποδείξεις, κίτρινα σημειώματα, χαρτάκια από τσίχλες και παλιά εισιτήρια. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί στα μάτια μου το κόκκινο, φθαρμένο πορτοφόλι είναι χώρος αποθήκευσης για τόσο άχρηστο χαρτί. Αλλά τι πειράζει..
Ο Κύριος Χου είναι σε μια μονοκατοικία σκέτη σπανιότητα. Σαν αυτές που θα ‘θελα να ζω και να περάσω τις μέρες της πιο γόνιμης απραξίας μου. Με εσωτερική, στριφογυριστή σκάλα. Φαντάζεσαι να την κατεβαίνεις, με προσεκτικά βήματα -μην πέσουν οι γλάστρες στο κενό- και να φωνάζεις τα πιτσιρίκια σου ν’ ανέβουν για φαγητό “γιατί θα κρυώσει”…
Τι μ’ έπιασε; Ας πιω μια γουλιά καφέ και ας πω ό,τι άσχετο και σχετικό υπάρχει με όλους αυτούς που αγαπούν σίγουρα το πρίμα βίστα της Κυριακής.
“Γεια, εγώ είμαι η Χρύσα”
“Γεια σου, Κυρία Χου”
Από κάπου, ίσως από απέναντι, από μια βγαλμένη τηλεόραση στο μπαλκόνι, ακούγεται η μουσική της “Συνοικίας το όνειρο”.
Ίσως να είναι και ιδέα μου. Ίσως πάλι να είμαι απλά χαρούμενη. Ξαφνικά
“Πάμε “πόρτες”! Η Κυρία Χου θα σας σκίσει”!