Ξεχασμένες Ζωές
Η ζωή είναι ένα απέραντο νεκροταφείο στο νωχελικών ρυθμών απαισιόδοξο δράμα του Uberto Pasolini “Ξεχασμένες Ζωές” ή “Still Life” στα αγγλικά (όρος των εικαστικών που αντιστοιχεί στη γλώσσα μας στο “Νεκρή Φύση”).
Η δουλειά του σχολαστικού Τζον Μέι είναι να εντοπίζει με κάθε τρόπο τους συγγενείς όσων έχουν πεθάνει μόνοι και να οργανώνει τις κηδείες τους. Είναι τόσο παθιασμένος με τη δουλειά του που ταυτίζεται με τους «ξεχασμένους πελάτες» του και προσπαθεί να τους καταλάβει μέσα από αυτά που έχουν αφήσει πίσω τους. Τους συνοδεύει στην τελευταία τους κατοικία, με σεβασμό και αξιοπρέπεια, επιλέγει τη μουσική της κηδείας και γράφει τους επικήδειους λόγους, ακόμα κι αν είναι ο μοναδικός που θα τους ακούσει. Η ζωή του είναι τακτοποιημένη, καλοκουρδισμένη και ήρεμη, μέχρι που θα αναλάβει την τελευταία του υπόθεση, πριν απολυθεί από τη δουλειά του από έναν νεαρό και κυνικό εργοδότη.
Ο πρωταγωνιστής είναι ο άνθρωπος, που στέκεται ανάμεσα στους νεκρούς και τη μοναξιά τους. Είναι ένα σύνορο ανάμεσα σε αυτό που πολλοί φοβούνται. Ότι θα καταστρέψουν τόσο τη ζωή τους, που κανείς δεν θα βρεθεί ούτε καν στην κηδεία τους. Κι αυτός όμως ζει μια μοναχική ζωή, είτε επειδή προτιμά τη σιωπή του κόσμου των νεκρών, είτε γιατί είναι τόσο ταγμένος στο καθήκον, που δεν ασχολείται με τίποτα άλλο.
Μια αίσθηση ματαιότητας με κάποιες μελοδραματικές νότες είναι αυτά που κυριαρχούν στο χαμηλόφωνο και αργών ρυθμών δράμα, με αρκετά μακρινά πλάνα και αποστασιοποιημένη κινηματογράφηση που θυμίζει λίγο Λάνθιμο. Η πλοκή δεν κρύβει πολλές ανατροπές, ούτε ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η καλύτερη στιγμή του έργου νομίζω είναι το φινάλε. Χωρίς να είναι κάτι το σπουδαίο, βγάζει τουλάχιστον λίγο συναίσθημα και φαντασία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Ψυχρό και κουραστικό περισσότερο, παρά πένθιμο, αυτό το έργο για τη ματαιότητα της ζωής και το χρέος που έχουμε σε αυτούς που φεύγουν, έχει κάποιες αναλαμπές συναισθήματος που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς. Αλλά γενικά δεν έχει πολλά να προσφέρει στον θεατή, ούτε σε απόλαυση, ούτε σε ιδέες. Οι “Ξεχασμένες Ζωές” μάλλον θα ξεχαστούν γρήγορα.
Γιώργος Σμυρνής