Μια διαφορετική βόλτα σε έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας
Περπατάω και καταλήγω πάντα στο ίδιο μέρος: Εκεί που συναντιόμαστε εμείς. Με τους κοινούς τόπους. Με την κοινή θέληση. Εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Εκεί που η αλληλεγγύη και η συντροφικότητα προλαβαίνουν την πτώση στο κενό.
Ο δρόμος είναι γεμάτος. Αν, όταν σκορπίσουμε, βρεθεί κάποιος να βάλει το αυτί του στο έδαφος, θ’ ακούσει καθαρές τις φωνές εκείνων που που συναντήθηκαν με τους ανθρώπους όλης της γης. Χωρίς να λυπούνται το αίμα τους.
Είμαστε πολλοί. Μελοποιημένος Αναγνωστάκης. Μια εξαίσια στιγμή έγινε τραγούδι. Η Ρ. Αντωνοπούλου δε λογοκρίνει τους λυγμούς της. Ο ποιητής παρών. Τον τραγουδούν χιλιάδες. Τον έχουν ήδη καταλάβει.
Τα πρόσωπα των παιδιών -δεν ξέρω πώς και γιατί- συνοψίζουν την ακεραιότητα των συναισθημάτων. Κάτι ακούνε, κάτι αφαιρούν, κάτι κρατάνε. Και προκύπτει το παιδί με το σοβαρό βλέμμα και τις σφιγμένες γροθιές.
Όταν θα νοσταλγούμε την ιστορία, το παιδί αυτό θα είναι το παιδί της φωτογραφίας, που κρατούσε τις 3 λέξεις: Όχι στον φόβο.
Στον δρόμο, που διάλεξα εγώ να περπατήσω, επικράτησε η συναίσθηση και η ανάγκη να σηκωθούμε “λίγο ψηλότερα”.
Ό,τι και να γίνει, η νύχτα στον πιο κεντρικό δρόμο της μεγάλης μας πόλης, δε θα ξεχαστεί από κανέναν.
“Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ” και ένα αμέτρητο πλήθος που δάκρυσε.
Οι θεοί εξιδανίκευσαν τη στιγμή. Τιμής ένεκεν.