Μια διαφορετική βόλτα στην Πλάκα
Ζέστη και ύφεση σθένους. Ένα συναίσθημα, του οποίου την ακεραιότητα κατέκτησες με κόπο αρχίζει να φθίνει. Με περιμένουν η Αλεξάνδρα και ο Βασίλης, στην Πλάκα, στην Τριπόδων.
Σε μια μικρή ταράτσα με ανεμιστήρες. “Στις 19:00 φεύγουμε. Έλα να χαιρετιστούμε”. Περπατάω στα στενά που προκύπτουν, όταν κατεβαίνοντας την Αμαλίας, κάνεις δεξιά. Κάθε στενάκι και μια αδιάβρωτη πραγματικότητα. Σε σπρώχνει στο χείλος της ζωής. Ο Βράχος φταίει για όλη αυτή την ομαλότητα ή εδραιώνεται ο ρεαλισμός μέσα μου;
Σε 45 μέρες το καλοκαίρι τελειώνει. Η κορύφωσή του πρέπει να συμπέσει με την ανάκαμψη των πνευμόνων μας. Θα γίνει αυτό;
Θέλω να φύγω, αλλά και θέλω να μείνω. Θέλω να απομονωθώ. αλλά και να βρεθώ στη μέση ενός πλήθους που διεκδικεί ζωή. Θέλω να ακυρώσω όλα τα σχέδια, αλλά και να δω το μέλλον χωρίς μέτρο. Θέλω να φοράω μαύρα ρούχα, το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζουν τη σιωπή, αλλά στο τέλος αλλάζω γνώμη. Το μαύρο απορροφά θερμότητα. Η ζέστη με παραλύει.
Φλυαρίες, ρε Χρύσα. Γράψε προφορικά. Σώσε τον αυθορμητισμό σου.
Ένα παιδί θα με σώσει. Ένα παιδί με σώζει. Είναι ντυμένο με χειμωνιάτικες φόρμες. Παπούτσια καλοκαιρινά, σκονισμένο πρόσωπο, μαλλάκια πιο ανοιχτά στις άκρες, σκούρο δέρμα. Γύρω στα 6. Περπατάει μόνο του, 6 χρόνων παιδί. Κοριτσάκι. Ένα περιπλανώμενο τσιγγανάκι, που ξέρει από δρόμους, επιβίωση και τραυματισμένη ζωή.
Ένα παιδί θα με σώσει. Ένα παιδί με σώζει. Είναι ντυμένο με χειμωνιάτικες φόρμες.
Μένουμε και οι τρεις χαμένοι. Το παιδί αυτό ζητάει νερό. “Δώστε μου λίγο νερό, διψάω πολύ”. Η σερβιτόρα γεμίζει ένα ποτήρι με πολλά παγάκια και του το δίνει. Πίνει και βρέχεται. Σκουπίζει το στόμα του με το μανίκι της φόρμας. Λέει “φχαριστώ” και φεύγει. Πού να πήγε; Ποιος περίμενε αυτό το παιδί; Ποιος το άφησε μόνο κάτω από τον ήλιο, να διψάει; Ποιος δεν ανησυχεί; Ποιος δεν φροντίζει για το νερό, το φαγητό και το σπίτι αυτού του παιδιού;
Ποιο είναι το όνομά του; Πόσο μικρή είναι η παλάμη του για να μοιάζει μέσα της το πακέτο με τα χαρτομάντιλα σαν θεόρατο τούβλο;
Τόσοι άνθρωποι που έμαθαν να ζουν με λιγότερο καλοκαίρι.
Που είπαν από μέσα τους “Ok. Αυτή είναι η πραγματικότητα”.
Που συνηθίζουν. Που συνηθίζουν. Που συνηθίζουν.
Είναι Ιούλιος, αλλά μπορεί και να μην είναι. Όσο υπάρχουν παιδιά σαν αδέσποτα κουτάβια στο περιθώριο μιας ζωής (που δεν πατάει καν σε κανόνες).
Ποιο είναι το όνομά σου, μικρή μου;
Η φωτογραφία με τα παιδιά που χορεύουν είναι του Γιώργου Δασκαλάκη
Η φωτογραφία με το κοριτσάκι που κρατάει το κομμάτι με το ξύλο είναι του Αλμπέρτο Κόρδα