Θεατής: “Βερενίκη” του Ρακίνα από τον Θέμελη Γλυνάτση στην Πειραιώς 260
Εντυπώσεις από την παράσταση που παρουσίασε η Εταιρεία Θεάτρου Dot και ο Θέμελης Γλυνάτσης στις 24 και 25 Ιουλίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.Φωτογραφίες: Θωμάς Δασκαλάκης
Το έργο
Η Βερενίκη αποτελεί μια έμμετρη τραγωδία, πέντε πράξεων χωρίς ουσιαστικά πλοκή, με έμφαση στον λόγο. Η Βερενίκη, ο Αντίοχος και ο Τίτος αποτελούν ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν μπορεί να εξελιχθεί σε καμιά του μορφή. Ο Τίτος έρχεται στη Ρώμη για να αναλάβει την εξουσία συνοδευόμενος από μια ξένη, τη βασίλισσα της Παλαιστίνης Βερενίκη. Η Σύγκλητος όμως έχει αντίθετη άποψη και δεν επιτρέπει αυτόν τον γάμο. Οι ελπίδες του Αντίοχου, φίλου του Τίτου και επίσης ερωτευμένου με τη Βερενίκη αναπτερώνονται αλλά μάταια. Η Βερενίκη αποφασισμένη, αν και με πόνο στην καρδιά, θα εγκαταλείψει τη χώρα.
Παρά τους έντονους πόθους κανένας από τους τρεις ήρωες δεν μπορεί να υπερβεί τους κώδικες ηθικής δεοντολογίας. Ο καθένας δίνει τον προσωπικό του αγώνα να παραμερίσει τα συναισθήματά του, με αποτέλεσμα να καταλήγουν σε ξεχωριστές πορείες. Η προσπάθεια αυτή δημιουργεί επώδυνες περιπλοκές, όλοι αυτοπαγιδεύονται από τα δικά τους αισθήματα για να οδηγηθούν τελικά στο αδιέξοδο.
Παράσταση – Ερμηνείες
Μια τραγωδία δωματίου με λόγια για ανεκπλήρωτους έρωτες δοσμένα σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο (εξαιρετική η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη). Μια σαφής, ξεκάθαρη ιστορία, δοσμένη, σκηνοθετικά τουλάχιστον (Θέμελης Γλυνάτσης) με τρόπο κάπως άνευρο, χωρίς τη δυναμική που ενδεχομένως θα την απογείωνε. Εικόνες ιδιαίτερες μεν, άσχετες όμως με την ιστορία, που ίσως σκόπευαν να κερδίσουν τις εντυπώσεις (για αρκετή ώρα παρακολουθούμε το μασάζ του Τίτου στο χαμάμ ή μια προπόνηση μποξ) ή να γεμίσουν -μάταια- την τεράστια σκηνή.
Σύνολο
Μια παράσταση καλή μεν, στηριγμένη κυρίως σε δύο δυνατές ερμηνείες που συνολικά καταλήγει σε ένα χλιαρό ναι, λόγω της υποφαινόμενης στατικότητας (το ίδιο το κείμενο, αν και μεγαλειώδες στην περιγραφή του έρωτα, δεν είναι βοηθητικό της έντονης δράσης). Θα μπορούσε να γίνει μεγάλο ναι αν δεν υπήρχε η συνήθης πια -ίσως και μοδάτη- σύγχυση ανάμεσα στο κλασικό και το μεταμοντέρνο και οπωσδήποτε περισσότερο νεύρο και φαντασία.