Νοσταλγία
Μια πρόταση για τους σκληροπυρηνικούς σινεφίλ είναι το βραβευμένο αριστούργημα του Ρώσου δημιουργού Αντρέι Ταρκόφσκι, που ξαναβγαίνει στους κινηματογράφους. Η “Νοσταλγία” (1983) είναι εμφανώς επηρεασμένη από το ψυχόδραμα του Bergman.
O Andrei (Oleg Yankovskiy) ταξιδεύει στην Ιταλία συνοδευόμενος από τη νεαρή μεταφράστρια Eugenia (Domiziana Giordano) ψάχνοντας στοιχεία για τη ζωή ενός Ρώσου συνθέτη του 18ου αιώνα, του Pavel Sosnovsky, που είχε ζήσει μέρος της ζωής του σ’ αυτή τη χώρα. Ο Andrei νοσταλγεί τη σύζυγό του που έχει μείνει πίσω και την πατρίδα του. Αναπτύσσει μια ταραχώδη σχέση με τη νεαρή γυναίκα που τον συνοδεύει, με την οποία μάλιστα στην αρχή της ταινίας φαίνεται πως ίσως γίνουν ζευγάρι… χωρίς ωστόσο να αναπτύσσουν μεταξύ τους οικειότητα ή σαρκική επαφή. Στα λουτρά της Αγίας Αικατερίνης, συναντούν τον Domenico (Erland Josephson) έναν περιθωριοποιημένο μεσήλικα, που η τοπική κοινωνία θεωρεί παράφρονα μετά την αποκάλυψη ότι κρατούσε έγκλειστη την οικογένειά του για πολλά χρόνια. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας γοητεύεται από την προσωπικότητα του Domenico με τον οποίο ανακαλύπτει πως μοιράζονται κοινές υπαρξιακές ανησυχίες.
Ο κεντρικός ήρωας, επηρεασμένος από τη συνάντηση με τη νεαρή Eugenia και τον παράφρονα Domenico, οδηγείται προς την ατομική κάθαρση.
Τι σημαίνει Νοσταλγία για τον Ταρκόφσκι :
Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι έλεγε ότι η Νοσταλγία είναι ένα ολοκληρωτικό απόλυτα συναίσθημα. Για να το πούμε αλλιώς, μπορεί κανείς να νιώθει Νοσταλγία μένοντας στη χώρα του, δίπλα στους δικούς του. Παρά την ύπαρξη ενός ευτυχισμένου σπιτιού, μιας ευτυχισμένης οικογένειας, ο άνθρωπος μπορεί να υποφέρει από Νοσταλγία, απλά και μόνο επειδή νιώθει ότι η ψυχή του είναι περιορισμένη, ότι δεν μπορεί να απλωθεί όπως θα το ήθελε.
Η Νοσταλγία είναι αυτή η αδυναμία μπροστά στον κόσμο, αυτός ο πόνος να μην μπορείς να μεταδώσεις την πνευματικότητά σου στους άλλους ανθρώπους. Είναι το κακό που χτυπά τον ήρωα της Νοσταλγίας: πονάει γιατί δεν μπορεί να έχει φίλους, γιατί δεν μπορεί να επικοινωνήσει μαζί τους. Αυτό το πρόσωπο λέει: «πρέπει να γκρεμίσουμε τα σύνορα», για να μπορέσει όλος ο κόσμος να ζήσει ελεύθερα την πνευματικότητά του, χωρίς συγκρούσεις. Πονά γενικότερα, για τον απροσάρμοστο στη σύγχρονη ζωή χαρακτήρα του. Δεν μπορεί να νιώθει ευτυχισμένος μπροστά στη μιζέρια του κόσμου. Παίρνει πάνω του αυτή τη συλλογική μιζέρια και θέλει να ζήσει απελευθερωμένος σε σχέση με τον κόσμο. Το πρόβλημά του έχει έντονη σχέση με τη συμπάθεια, δεν μπορεί να ενσαρκώσει απόλυτα αυτό το ολίσθημα με τους άλλους ανθρώπους, αλλά δεν φτάνει σε αυτό απόλυτα.
Στο Φεστιβάλ Καννών του 1983 η ταινία απέσπασε:
· το Bραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας (Andrei Tarkovski)
· το Bραβείο FIPRESCI (Andrei Tarkovski)
· το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής (Andrei Tarkovski)
· Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα