Ο Παρτιζάνος
Ο Vincent Cassel εκπαιδεύει παιδιά δολοφόνους σε ένα σκοτεινό αλληγορικό έργο του Αυστραλού σκηνοθέτη Ariel Kleiman.
Ο Αλεξάντερ είναι ένα παιδί όπως όλα: ενεργητικός, περίεργος κι αφέλης. Είναι επίσης εκπαιδευμένος δολοφόνος. Ο Αλεξάντερ, μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του, αφήνουν συχνά την ασφάλεια του καταφυγίου τους για να εκτελέσουν τις εντολές του μοναχικού πατριάρχη Γκρέγκορι. Παρά την ψυχρή φύση τους, τα παιδιά δεν καταλάβαιναν ποτέ τη βαρύτητα των πράξεων τους. Ο Αλεξάντερ μόλις έγινε έντεκα χρονών. Ο Γκρέγκορι φέρνει στην κοινότητα τους μια νεαρή μητέρα με τον 11χρονο γιο της, Λίο. Ο Λίο είναι διαφορετικός από τα παιδιά που ζουν εκεί. Ο Αλεξάντερ είναι έκπληκτος και περίεργος- δεν έχει ξαναδεί αυτή τη συμπεριφορά. Όταν ο Λίο εξαφανιστεί, ο Αλεξάντερ θα νιώσει προδομένος. Αμφισβητεί τα διδάγματα του Γκρέγκορι και τις αποστολές τους.
Πρόκειται για ένα αλληγορικό έργο, που εξετάζει τη διαπαιδαγώγηση μικρών παιδιών προς τη βία (γνωστό φαινόμενο τόσο στον υπόκοσμο, όσο και σε πολλούς πολέμους), τις νοσηρές πτυχές της οικογένειας, το θέμα των μαύρών προβάτων σε μια ομάδα. Νομίζω ότι επίσης, με τον Γκρέγκορι (Vincent Cassel) τίθεται με μεταφορικό τρόπο και το θέμα διαφόρων “χαρισματικών” ηγετών της ιστορίας, που εμφανίζονται ως πατρικές φιγούρες της κοινωνίας και ωθούν τους πολίτες στη βία.
Αν κι οι αλληγορικές διαστάσεις της ταινίας έχουν ενδιαφέρον, η πλοκή δεν διακρίνεται από μεγάλη επινοητικότητα, ενώ κι η σκηνοθεσία δεν έχει ένα ιδιαίτερο αισθητικό στίγμα, που να ταυτίζεται με την πρωτοτυπία του θέματος. Επίσης, δεν φαίνεται να υπάρχει στους σεναριογράφους το ανθρωπολογικό, ιστορικό ή κοινωνιολογικό υπόβαθρο γνώσεων, που θα εξέταζε με πιο ουσιαστικό τρόπο τα σοβαρά ζητούμενα της ταινίας. Ο δε πρωταγωνιστής, ο Cassel, έχει να αναμετρηθεί με έναν ρόλο που έχει ισχυρές συμβολικές προεκτάσεις και δυσκολεύεται αρκετά σε αυτό, καθώς είναι υποχρεωμένος να τον ερμηνεύσει στα αγγλικά και όχι στη φυσική του γλώσσα.
Γιώργος Σμυρνής