Ναύπλιο: με αφετηρία το «Ξενία» και την Ακροναυπλία
Το χρονικό μιας καθημερινής βόλτας…Κείμενο – φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος
Καθιστός στα σκαλάκια μπρος στο παλιό Δημοτικό Θέατρο, κοιτάζω την ηλιόλουστη πλατεία του Ναυπλίου. Ηλιόλουστη και άδεια συνάμα. Απέναντι μου το εστιατόριο «Ελλάς», που πάνω από 150 χρόνια συνεχίζει την λειτουργία του. Στον Αγγελόπουλο χρησίμευσε ως κινηματογραφικό σκηνικό. Γνωστοί και άγνωστοι συντήρησαν και συντηρούν τα τραπέζια του γεμάτα, μέσα στη πορεία του χρόνου. Όμορφη πόλη, γραφική, ανθούσα όπως μοιάζει τουριστική. Είναι 6 το απόγευμα, λίγες μέρες μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Δυο μικρές κοπελίτσες βολτάρουν ανιαρά με αυτά τα σύγχρονα ηλεκτροκίνητα δίτροχα, που χρησιμεύουν στους τουρίστες για να μην φαγωθούν τα παπούτσια τους.
Λίγο νωρίτερα σκεπτόμενος να δω μια άλλη πλευρά του Ναυπλίου, κρυμμένη στην Ιστορία, πιο αθέατη και πιο αποκαλυπτικά ουσιαστική, ανηφόρισα προς την παραλία της Αρβανιτιάς. Στα αριστερά μου ο βράχος της Ακροναυπλίας, γνωστής ως φυλακής και τόπος εξορίας κατά την μεταξική δικτατορία. Άκρη στον βράχο, αγναντεύει τον Αργολικό κόλπο. Κοιτάς να δεις προς την κατεύθυνση που κοιτάζει. Βλέπεις ΤΑΙΠΕΔ.
Μπρος στην Ακροναυπλία – η εμπορική αναγκαιότητα σπάει κόκκαλα. Τουρισμός. Κάτω από τα σκαλιά και στις προβλήτες, ο κόσμος λούεται. Κάτι άλλο διακρίνεται όμως δεξιά μου. Στέκει συγκλονιστικά αγέρωχο. Είναι το «Ξενία». Πρώην κρατικό ξενοδοχείο του ΕΟΤ. Αρχιτεκτόνημα κλάσης. Από πέτρα, μάρμαρο, που σέβεται την απέναντι Ιστορία. Δεν καταπάτησε ίχνος πολιτισμού. Φύτρωσε και ρίζωσε ως πολιτιστικό μνημείο, με το Ναύπλιο να βρίσκεται στα πόδια του. Ένα μνημείο, συντρίμμια και ερείπια. Μοιάζει να προσπαθεί να αντισταθεί στο γκρέμισμα. Τα καταφέρνει καταπώς φαίνεται.
Πηδάω κρυφά και βιαστικά την κλειδωμένη καγκελόπορτα. Περνάω στο χολ. Φοβάμαι ότι ηλεκτροφόρα καλώδια εκατοντάδων βολτ και γυμνές μπετόβεργες τόνων θα πέσουν στο κεφάλι μου. Το παρατημένο στολίδι του Αναπλιού (που γυρίστηκε και η ταινία Xenia του Κούτρα) με καλεί να περάσω στα ενδότερα πάραυτα. Η ανήσυχη και ανοιχτή βεράντα λούζεται στον ήλιο. Βγαίνω παραπατώντας και συνάμα τρέχοντας. Άνεμος φυσά.
Μάτσο μπετό, μάτσο χώμα, δέντρα και φυτά έχουν φυτρώσει στις τρύπες και τις χαραγματιές των τοίχων και των δαπέδων. Κάποιοι σκέφτηκαν να το εκποιήσουν. «Κρίμα» θα πούνε μερικοί, «Ποιο είναι αυτό;» θα αναρωτηθούν άλλοι, «Ας το πάρουν να τελειώνουμε» θα ομολογήσουν άλλοι. Εγώ στέκομαι στα γκρεμισμένα χαλάσματα, αναρωτώμενος αν αγγίζω με σεβασμό την Ιστορία. Θέλω να γράψω. Αυτή είναι η δική μου άκρατη ανάγκη. Το Παλαμήδι, απέναντι με κοιτάζει. Σίγουρο για την συναισθηματική μου ειλικρίνεια. Αποφασίζω τελικά να φεύγω.
Ξαναπηδάω τα κάγκελα, ρίχνω ένα τελευταίο βλέμμα πίσω και κατεβαίνω στην πόλη. Σε λίγο τα φώτα θα ανάψουν. Θα αρχίσουν οι μουσικές. Η ζωή θα λάμψει στην φαινομενική της ένταση και το Ναύπλιο, θα τιμάται από πλήθος τουριστών ως μια από τις πιο όμορφες πόλεις της χώρας.
Που βρίσκεται όμως τούτη η γοητεία; Μοιάζει επιδερμικά χαραγμένη στην ασβέστη των νεοκλασικών κτηρίων, που γίνανε ταβέρνες, μπιχλιμπιδομάγαζα, τράπεζες και καφέ. Ακόμη να δω κατοίκους. Όταν ανάβουν τα φώτα, αυτοί μοιάζουν να κρύβονται. Σαν τις μνήμες ενός άλλου παρελθόντος. Δεν μιλώ για την τιμή της πρώην πρωτεύουσας, αλλά για τα πάθη των ανθρώπων που ζήσανε στα βράχια που βρισκόμουν πριν. Αυτά που προστατεύονται, που φροντίζονται να μένουν αιώνια παρόντα μέσα στα χαλάσματα του Παλαμηδιού, της Ακροναυπλίας, του «Ξενία».
Η παρακμή δεν βρίσκεται στα συντρίμμια αλλά στην εμπορική λογική, που μπρος της θα ξεχάσουμε συντόμως, ποιος είναι ο Κολοκοτρώνης, ο Γληνός και οι φυλακισμένοι ακροναυπλιώτες, οι καλλιτέχνες που σεβάστηκαν και ανέδειξαν έναν τόπο με τα υπέροχα ριζωμένα «παλάτια» τους.
Η περηφάνια θα περικλείεται σε ένα «greek mousaka». Και όλα αυτά όταν στο κλειστό Δημοτικό Θέατρο, πίσω από το τζάμι διακρίνω πλήθος βραβεία πολιτιστικής κατάθεσης. «Πάνω από το κέρδος, κανείς;» ίσως. «Το πείραμα άνθρωπος, απέτυχε» μου λέει ένας Ναυπλιώτης, όταν του εξιστορώ την βόλτα μου. Ανησυχώ που δεν θέλω να το πιστέψω και εν τέλει δεν το κάνω. Μ’ αρέσει η ένταση, οι βόλτες, οι ζώσες πόλεις. Δεν μονάζω. Απλά προσπαθώ παράλληλα να εκτιμώ και το ανεκτίμητο.