Brian De Palma, ένας επαναστάτης στα όρια του (χολιγουντιανού) συστήματος
Με αφορμή την βράβευση του στο 72ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας για την όλη του προσφορά στην 7η τέχνη, επανερχόμαστε σε έναν αμφισβητούμενο μα και γνώριμο «δημιουργό» του σύγχρονου αμερικάνικου σινεμά.του Χρήστου Σκυλλάκου, ανταπόκριση από Βενετία
«Ποτέ δεν έγινα αποδεκτός σαν ένας συνηθισμένος καλλιτέχνης. Ό,τι και να λέγεται για τον David Lynch ή τον Martin Scorsese, αυτοί θεωρούνται μείζονες κινηματογραφικοί δημιουργοί και κανείς δεν το αρνείται αυτό. Εγώ ποτέ δεν είχα αυτή την θέση», είχε πει ο Brian De Palma, με ένα είδος παραπόνου ή και μετριοπάθειας, πού όσοι γνωρίζουν δεν είναι κάτοχος τούτων των χαρακτηριστικών αλλά να που τελικά κάτι καρποφόρησε.
Ο ιταλικής καταγωγής σκηνοθέτης, που έμελλε να βρίσκεται στα έμπροσθεν του νέου κύματος του Hollywood, δίπλα σε ονόματα όπως ο Scorsese, o Spielberg, ο Coppola κ.α., είχε κι αυτός την κατάρα, του να είναι ανεξάρτητος και εξαρτημένος μαζί από το βιομηχανικό σύμπλεγμα του αμερικάνικου κινηματογράφου.
Λοιδορήθηκε, κατηγορήθηκε, θεωρήθηκε «δεύτερος στη πόλη», ενώ παράλληλα πολλές από τις ταινίες του, καθόρισαν μια συγκεκριμένη οπτική στο σύγχρονο σινεμά, γίνανε κλασικές, συζητήθηκαν όσες λίγες. «Ή με μισούν ή με λατρεύουν» έχει πει παλιότερα ο ίδιος, γνωρίζοντας πως η πλειονότητα της διεθνούς κριτικής ποτέ δεν έριξε το ανάλογο βάρος, που έριξε σε άλλους σύγχρονους του.
Όνομα πάντα υπό αμφισβήτηση, έμοιαζε για αυτήν, ένας καλός τεχνίτης που εξασκείται στο ύφος, στον εντυπωσιασμό, δίχως όμως όραμα, δίχως ηθικό ανάστημα. Ότι επέβαλε το ύφος του μέσω την επανάληψης. Κάποιοι τον σύγκριναν και με την ναζίστρια σκηνοθέτη Ρίφενσταλ. Ή άλλοι να τον θεωρούν μισογύνη, γιατί συνηθίζει οι γυναίκες πρωταγωνίστριες να είναι τα άγρια θύματα ή οι αγριότεροι θύτες. Kάτι απολύτως άτοπο, αν όχι εμμονικά κακεντρεχές.
Και ο ίδιος θα απαντήσει επιστρέφοντας την «υπεράνω» υποκρισία: «Κανένας δεν παραπονέθηκε όταν σκότωσα έναν άντρα στο «Sisters». Οι γυναίκες είναι πιο συμπαθητικές όταν κινδυνεύουν. Κάποιος είπε πως η ιστορία του σινεμά φτιάχτηκε φωτογραφίζοντας γυναίκες. Κι αυτό είναι αλήθεια».
Νέος Χίτσκοκ ή ένας λογοκλόπος μαθητής του;
Σε όλη του την δημιουργική πορεία, τον ακολουθεί μια ιδιότητα, που ποτέ ο ίδιος δεν αρνήθηκε. Με μερικά διαλείμματα δημιουργώντας σε άλλα είδη και συχνά με αρκετά άνισα αποτελέσματα (επιστημονική φαντασία, περιπέτεια) ο De Palma παρέμεινε πάντα σχετικά πιστός σε αυτό που έμελλε να μεγαλουργήσει. Γνώστης του σασπένς όσο λίγοι, τεχνίτης της κάμερας, της αφήγησης και της δράσης των χαρακτήρων, ο De Palma, σίγουρα θυμίζει αυτό που ο Χίτσκοκ, έκανε τα χρόνια που προηγήθηκαν. Έδωσε με την σειρά του στον φόβο την θέση που του ανήκει στο κινηματογραφικό πεδίο.
Ως σήμερα – με εξαίρεση τον Πολάνσκι – κανείς δεν τόλμησε να ακολουθήσει με τέτοια συνέπεια στα χνάρια του κινηματογραφικού ογκόλιθου. Ο De Palma, πήρε αυτό το ξεπερασμένο, b-movie κατά πολλούς, είδος κινηματογραφικής γραφής, το αναβίωσε με προσοχή και σεβασμό, του έδωσε φρέσκια πνοή και το δικαίωσε ως μια ανάγκη της δυτικής κοινωνίας, να ομφαλοσκοπεί με μεγαλύτερη σαφήνεια. Κατηγορήθηκε για λογοκλοπή.
Η ιστορία της τέχνης είναι όμως γεμάτη από παραδείγματα, που μια επιρροή γεννάει ένα νέο έργο. Όπως ο ίδιος ο σκηνοθέτης λέει «Όλα είναι γραμματική. Αν έχω την λέξη διαθέσιμη και έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και μπορώ να την χρησιμοποιήσω ξανά πιο αποτελεσματικά, γιατί όχι; Είναι μια διαφορετική ερμηνεία του ίδιου πράγματος.»
Σε αυτή την γραμμή, ο κριτικός Roger Ebert, θα γράψει επ’ ευκαιρίας του πασίγνωστου “Blow Out”: «ο De Palma συνεχίζει την πρακτική του, με αναφορές σε άλλες ταινίες, άλλους σκηνοθέτες και πραγματικά γεγονότα και παρόλα αυτά είναι η καλύτερη και πιο γνήσια του δουλειά».
Αν στέκει ή όχι η κατηγορία του κακού αντιγράφου, την αφήνουμε στο κοινό και την κινηματογραφική ιστορία. Σημασία σίγουρα έχει ότι νιώθουμε κινηματογραφικά ικανοποιημένοι, που υπήρξε κάποιος συνεχιστής ενός είδους που το εκπληρώνει τόσο ευθαρσώς σπουδαία. Και όσον αφορά την απάντηση στο ερώτημα του τίτλου, θα μπορούσα να πω, πως η μεγάλη του αγάπη για τον Χίτσκοκ, τον έφερε στο προσκήνιο, για αυτό που ακριβώς είναι. Ένας επιβεβαιωτής, με προσωπική σφραγίδα, μιας κοινωνίας εκμαυλισμένης, βασισμένης στον τρόμο, την βία και την ιεροεξεταστική θεώρηση του σεξ. Χωρίς παράλληλα να χάνει την εμπορικότητα του. Όπως ακριβώς και ο Χίτσκοκ. Όπως τόνισαν και τα θρυλικά Cahiers du Cinema, ο De Palma “δημιουργεί μια κληρονομιά των καλύτερων περασμένων χρόνων του αμερικάνικου σινεμά, δημιουργεί σαν τον Χίτσκοκ, και σημασία έχει η λέξη «δημιουργεί». Έχει την ίδια ποιότητα να παραμένει απλός και θεμελιακός στο ύφος και σε αυτό που παράγει. Και αυτή είναι μοναδική περίπτωση στο αμερικάνικο σινεμά”.
Ανανεωτής της εικόνας και στερεοτυπικά δείγματα στο ύφος
Τις δεκαετίες του 60 και του 70 οι τέχνες βρήκαν ξανά ένα καθαρό πεδίο πειραματισμού. Το ίδιο συνέβη και στο σινεμά. Ήταν εποχή πολιτικών ανακατατάξεων και διεργασιών, που επηρέασαν, όπως είναι φυσικό, και τον πολιτισμό. Η Αμερική του συντηρητισμού και των μεγάλων στούντιο που είχαν πλέον επιμείνει σε μια «ξύλινη» κινηματογραφική γλώσσα, όταν ήρθε σε επαφή με τα γαλλικό, το ιταλικό και γερμανικό «νέο κύμα», δεν άντεξε μπρος στο τσουνάμι των αισθητικών τους επιθέσεων. Νέοι σκηνοθέτες και δημιουργοί, προσπάθησαν να ανανεώσουν με πενιχρά μέσα την κινηματογραφική αφήγηση. Ένας από αυτούς είναι και ο νεαρός Brian De Palma.
Ήθελε να γίνει ο «αμερικάνος» Godard. Εφαρμόζοντας στο νέο χρονικά στάδιο της αμερικάνικης κοινωνίας, παλιές κινηματογραφικές τεχνικές – όχι τόσο διαδεδομένες – καθώς και νέες εκ Γαλλίας, προσπάθησε να μελετήσει με την σειρά του την σύγχρονη πραγματικότητα, με τάσεις πολιτικής κριτικής. Εκτεταμένα «ηδονοβλεπτικά» πλάνα, λίγοι διάλογοι, split screens, jump cuts, γωνίες λήψεις και καδραρίσματα ανορθόδοξα καθώς και πολύ βία, θα γίνουν με τα χρόνια – αν και αρχικά αρκετοί τα έβλεπαν με καχυποψία, – τα σημεία αναφοράς, τα στερεοτυπικά δείγματα γραφής, η στήριξη ενός προσωπικού ύφους που θα μπορούσαμε να πούμε «ύφος De Palma».
Τα πρώτα χρόνια, δείχνει να μην μένει αμέτοχος στην θεωρία καθώς έλεγε «ότι πρώτα από όλα, με ενδιαφέρει το ίδιο το μέσο του σινεμά, θέλω οι θεατές να γνωρίζουν ότι βλέπουν μια ταινία όσο και αν συναισθηματικά δένονται με την δράση». Κάτι που ο ίδιος θεωρούσε ένα παράδειγμα της αποστασιοποίησης του Μπρεχτ. Μαζί με τον Scorsese, τον Friedkin αλλά και τους παλιότερους «ανεξάρτητους»(Sydney Lumet, Robert Altman) δώσανε ένα φρέσκο αέρα πειραματικής ανανέωσης στο κινηματογραφικά σκουριασμένο τόπο του Hollywood, κι αυτό δύσκολα αμφισβητείται.
Μαζί με τον Αλ Πατσίνο στα γυρίσματα της ταινίας “Υπόθεση Καρλίτο”
Το Hollywood, τα όρια του και η πολιτική
Όμως το Hollywood, πάντα έχει νέα όπλα. Ή απλούστερα μπορούμε να πούμε ότι ο De Palma, όπως πολλοί σύγχρονοι του, δεν μπόρεσε να υπερβεί το βάρος των καταστάσεων, παρά την όποια «επαναστατική» του διάθεση και στην φόρμα αλλά και στο περιεχόμενο. Είχε δηλώσει ότι το «αμερικάνικο σύστημα καταστρέφει τα δημιουργικά ταλέντα και έχει συμβεί σε πολλούς δημιουργούς, που κάνανε μερικές καλές ταινίες και τώρα κάνουν κάτι περιττές που είναι αδιάφορες ακόμη και αισθητικά. Κι αυτό με λυπεί».
Δεν ξέρω κατά πόσο ο ίδιος ήταν μια κάποια εξαίρεση μέσα στα χρόνια. Μήπως τελικά είναι ένας ακόμη αμερικάνος δημιουργός του σινεμά, που πολιτικολόγησε, στα πλαίσια των ορίων που το ίδιο το Hollywood έθεσε; Ίσως. Από τις μέρες που ξεκίνησε να κάνει ανεξάρτητες, χαμηλού προϋπολογισμού, πρωτοποριακές ταινίες και με πλήρη – σχετικά – έλεγχο της γραφής στο χαρτί και στη κάμερα, ταινίες που βαπτίζονταν στις κοινωνικές διεργασίες της εποχής, ο De Palma, χάρη στην τεχνική του οξυδέρκεια, έγινε – εν είδη κέρδους – άλλος ένας σκηνοθέτης προς ενοικίαση. Και έτσι η όποια ελευθερία γραφής, χάθηκε στα πλαίσια του κινηματογραφικού εμπορίου. Και μπορεί οι εταιρίες, ακόμη και από την αρχή, να χρησιμοποίησαν ακραίως διαφημιστικά το κινηματογραφικό ύφος του De Palma, πάνω σε αυτό όμως πάτησε ο ίδιος και δημιούργησε προσωπικά αριστουργήματα. Αυτό όμως έμοιαζε με την μέση του δρόμου.
Το Hollywood προσπαθεί κα τον ενσωματώνει, με αποτέλεσμα ως άλλος ένας ήρωας των έργων του ή άνθρωπος της «πιάτσας» θα πει: «Αυτό είναι το αμερικάνικο σύστημα. Αυτό που έχει αξία είναι ο αριθμός ανθρώπων που θα προσελκύσεις.» Και εκεί πέρα όμως, πάντα έβγαζε λίγο κεφάλι – ειδικά όταν είχε πλήρη έλεγχο της παραγωγής – και κατακεραύνωνε την διεθνή πολιτική των ΗΠΑ.
Το “Redacted” που ψηφίστηκε από το Cahiers du Cinema, ταινία του 2008, κρίνει την αμερικάνικη επέμβαση στο Ιράκ, για να μας πει κινηματογραφικά το αυταπόδεικτο. «Τι πουλάμε; Αεροπλάνα, όπλα, ρουκέτες, πυραύλους, σε όλα αυτά τα κράτη στον κόσμο. Να που έγκειται το ενδιαφέρον μας. Οι εξαγωγές μας είναι η άμυνα». Για αυτό μέχρι και μποϋκοτάζ καλέσανε διάφοροι υπερτιμητές του εμπορίου, να του κάνουνε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε μια τέτοια αντιμετώπιση.
Μαζί με τον Αλ Πατσίνο στα γυρίσματα του “Scarface”
Στη πρώτη προβολή του «Scarface», του γνωστού Σημαδεμένου, λέγεται πως ο Scorsese γυρνά στον Bauer ψιθυρίζοντας «Παιδια είστε υπέροχοι – αλλά προετοιμαστείτε, γιατί θα την μισήσουν στο Hollywood[την ταινία] … γιατί μιλά για αυτούς». Δεν είναι η πρώτη φορά λοιπόν, που μια ταινία του De Palma, γίνεται ένα μικρό καρφί στο μάτι της βιομηχανίας. Παρόλα αυτά, η βιομηχανία ξέρει. Μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πάντα προς ίδιων όφελος. Και έτσι και το «Scarface» με τα χρόνια έγινε κινηματογραφικό cult, έγινε ένα από τα εμπορικότερα χαρτιά του Hollywood και το “Say hello to my little friend” μια κενή ατάκα.
Παρόλη όμως την καταστροφική δύναμη των στούντιο στα αγνά ταλέντα, αυτό δεν συνέβη επακριβώς για τον De Palma. Το «αυστηρότατο» θεωρητικό περιοδικό “Cahiers du Cinema”, ένιωθε ντροπιασμένο που άργησε μα εν τέλει του αφιέρωσε σελίδες για μια από τις καλύτερες συνεντεύξεις του. Εκεί που θέση είχαν οι auteur, θέση είχε και ο De Palma. Και αυτό είναι μεγάλη τιμή. Μια τιμή που γεννά μια μυθολογία, όταν ο ίδιος ο Godard χρησιμοποιεί στο αξεπέραστο δοκίμιο του «Histoire(s) du Cinema», μέρη από “The Fury” και ο Tarantino λέει ότι το “Blow Out” είναι μία από τις τρεις αγαπημένες του ταινίες. Ο δάσκαλος και ο μαθητής λοιπόν, δίνουν αξία σε ένα πρόσωπο και έτσι σίγουρα, παρά τις κακοτοπιές του, θα μείνει στην ιστορία ως ένας «αμφισβητούμενος» μεν, αλλά αμφισβητών «δημιουργός» δε, του σύγχρονου κινηματογράφου. Ούτος ή άλλως δεν έφυγε ποτέ από την αγαπημένη του Νέα Υόρκη για να πάει στη Καλιφόρνια, γιατί «ήθελε να έχει την αναγκαία απόσταση από την βιομηχανία».
De Palma (2015) μια ταινία των Noah Baumbach and Jake Paltrow
Σε παγκόσμια πρεμιέρα έπαιξε στη Βενετία, το ντοκιμαντέρ «De Palma», που είναι ίσως, η πιο ολοκληρωμένη συνέντευξη του De Palma, για όλη την δημιουργική πορεία της ζωής του. Μέσα από την συνέντευξη παίρνουμε ένα master class από τον δημιουργό, ταινία κατά ταινία, για όλα τα behind the scenes και τους τρόπους που γύρισε αξιομνημόνευτες σκηνές. Ενώ βρίσκεται πλέον στα 60 του σε πλήρη ωριμότητα αλλά και βαθιά ευτυχία, δεν ξεχνά να κατακεραυνώνει τα στούντιο και την ανθρωποφάγα πολιτική τους. Απαντάει σε πολλές από τις κατηγορίες της μίμησης που τον ακολουθούν χρόνια τώρα καθώς νιώθουμε οικεία δίπλα του γιατί μοιάζει – και μάλλον είναι – ένας λαϊκός άνθρωπος που γνώρισε και έκανε την κάμερα όπλο κινηματογραφικού φόβου και ιδιόμορφης κοινωνικής κριτικής. Όποιος θέλει να τον γνωρίσει – και να τον αγαπήσει -, το ντοκιμαντέρ δίνει όλες τις απαντήσεις, αφού μπρος στην κάμερα βρίσκεται γυμνός και ειλικρινής μόνο αυτός και οι ταινίες του.