Το έργο του Χάρολντ Πίντερ αποτελεί μια κρυπτογραφημένη παραβολή για τη συναίνεση στη βία, για την υπακοή και την ατομική ευθύνη. Στο μέσον ενός τόπου, δύο ηθοποιοί-αφηγητές κατοικούν μια φαινομενικά ασφαλή, αλλά και αυστηρή συνθήκη ενώ σταδιακά εγκλωβίζονται μέσα σε μνήμες από οδυνηρά γεγονότα. Ο τόπος γίνεται αναπόδραστος και οι δυο φωνές είναι υποχρεωμένες να φτάσουν μέχρι το τέλος. Η παράσταση επιχειρεί να αναδείξει τη δραματουργία του Πίντερ μέσα απο τη διερεύνηση της διαστολής και της συστολής του χρόνου, μέσω της επιλεκτικής κίνησης και της απόλυτης ακινησίας, μέσω της μουσικότητας του κειμένου και παρεμβάλλοντας, σ’ αυτή τη θεατρική «διφωνία», φωνές από τον πόνο της ανθρωπότητας.
«Θα τον ακολουθούσαν και στον γκρεμό, θα ‘πεφταν και στη θάλασσα αν τους το ζητούσε- είπε. Και θα τραγουδούσαν εν χορώ, φτάνει να’χαν εκείνον για να τους διευθύνει. Ήταν και πολύ φιλόμουσοι όλοι τους- είπε».
Χάρολντ Πίντερ (Απόσπασμα από το έργο)