Δύο περιπλανώμενοι αλήτες δίνουν ραντεβού στη βιομηχανική περιοχή του Βοτανικού. Σ´ έναν έρημο δρόμο. Στο μοναδικό δέντρο που διακόπτει τη μονοτονία του τοπίου. Περιμένουν κάποιον να έρθει. «Τίποτα δεν συμβαίνει. Κανένας δεν έρχεται.Κανένας δεν φεύγει. Είναι φοβερό!»
Ο Εστραγκόν έχει την τάση να ξεχνά κάτι αμέσως μόλις συμβεί, είναι ευμετάβολος, συχνά σκεπτικός και κάπως ανυπεράσπιστος, βλέπει συχνά όνειρα, βρωμάνε τα πόδια του, κάποτε -λέει- ήταν ποιητής και πιστεύει ακράδαντα πως «οι άνθρωποι είναι για τα πανηγύρια». Ο Βλαδίμηρος είναι πιο πρακτικός τύπος, κάπως επίμονος, ούτε θέλει να ακούει για όνειρα, θυμάται λεπτομερώς κάθετί που συμβαίνει, έχει βαθιά ελπίδα πως ο Γκοντό θα έρθει, είναι προστατευτικός, ξέρει νανουρίσματα, αλλά μυρίζει το στόμα του.
Καβγαδίζουν, βαριούνται, επαναλαμβάνονται. Απειλούν ότι θα αυτοκτονήσουν.Κάνουν γυμναστικές επιδείξεις. Παίζουν θέατρο. Και διαρκώς μιλούν για κάποιο ραντεβού. Αρκούν αυτά για να ξεφύγουν από την ανία και την πλήξη της ύπαρξης; Αρκεί να περιμένεις κάτι; Ή κάποιον;
Περιμένοντας τον κύριο Γκοντό.
Με την ελπίδα ένα γεγονός (ή πράγμα ή πρόσωπο ή θάνατος) να αλλάξει με τρόπο θαυματουργό την κατάσταση, να παρακαμφθεί το αδιέξοδο. Να σταματήσει αυτή την κατάσταση αναμονής, κατά την οποία η ροή του χρόνου παίρνει την πιο καθαρή, φανερή, δραστική και αδυσώπητή της μορφή. Να πάψει τις στιγμές που μας φέρνουν αντιμέτωπους με το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης.