Νύχτες Πρεμιέρας 2015: Σκέψεις σε συνθετικό μοντάζ
Σκέψεις και στιγμιότυπα από το 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες ΠρεμιέραςΚείμενο και φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος
«Το σινεμά υποκαθιστά στο βλέμμα μας έναν κόσμο περισσότερο σε αρμονία με τις επιθυμίες μας», θα πει ο Andre Bazin, ο κορυφαίος θεωρητικός και κριτικός του σινεμά, που ανέτρεψε όλα τα στερεότυπα, ως ο πρωταρχικός νους της γαλλικής Nouvelle Vague. Και αυτό είναι η αλήθεια. Για τούτον τον λόγο, ο κινηματογράφος κέρδισε το δικαίωμα να καυχιέται πως έχει την ιδιότητα της πιο λαοφιλούς και μαζικής τέχνης.
Γι’ αυτό, επίσης, ο καθένας που βγαίνει μετά από μια κινηματογραφική προβολή, έχει τόσες απόψεις διαφορετικές από ένα άλλον συνομιλητή του, όσα τα καρέ της ταινίας που μόλις έχει τελειώσει. Το σινεμά είναι μια τέχνη άμεσα συνδεδεμένη με τα συναισθήματα και τα βιώματά μας. Μοιάζει με μια ενστικτώδη ανάγκη. Σπίτι μας, στις αίθουσες, στο νου μας, όλοι βλέπουμε ταινίες. Ο 20ος και ο 21ος αιώνας ανήκει ολοκληρωτικά στο σινεμά. Τα περισσότερα καλλιτεχνικά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο αποθεώνουν κατά βάση, την κινηματογραφική τέχνη. Έτσι και στην Αθήνα.
Μιλώντας με ένα γνωστό μου από την παραγωγή των Νυχτών Πρεμιέρας, μου λέει ενώ με βρίσκει να ξεφυλλίζω το πρόγραμμα: «Δεν είναι δυνατόν, η γενιά μας, να μην έχει δει μια ταινία του Nicolas Roeg, το “Don’t look now” ή το “Performance» και κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά και δίχως να επικρίνω το κοινό, πιάνω τον εαυτό μου, επίσης, να μην μου λέει κάτι το όνομα Shirley Clarke (άλλη μια σπουδαία σκηνοθέτιδα που αφιέρωμα της γίνεται στο φετινό φεστιβάλ), αλλά αυτό δεν με κάνει να νιώθω ανίδεος μα ευτυχής που η κινηματογραφική ιστορία, έχει τόσους δημιουργούς, που μετατρέπει την απλή βόλτα στο σινεμά μια μόνιμη αναζήτηση, μια μόνιμη ανακάλυψη που διεισδύει μέσα σου και σε μετατρέπει σε πιο διεισδυτικό άνθρωπο, πιο ευαίσθητο, πιο δυνατό.
Και ενώ έχω ήδη μπει στις πρωινές δημοσιογραφικές προβολές, όπου με ένα συνάδελφο, απερίγραπτα σινεφίλ, προσπαθούμε να αναλύσουμε τί είναι και τί δεν είναι αυτό που στο σινεμά μας ναρκώνει μα και μας αφυπνίζει παράλληλα, ξεφεύγω και πάω στις άλλες προβολές, όχι του διαγωνιστικού τμήματος, για να δω και άλλες, περισσότερες ταινίες, και άλλες σκέψεις δημιουργών και άλλες απεικονίσεις άλλων τόπων, χρόνων, ανθρώπων.
Δημιουργοί που ο καθένας τους, με τη δική του οπτική επιβάλλεται ή μη στο κοινό, που με την σειρά του νιώθει πολλές φορές άβολα, πολλές φορές αμήχανα γιατί μπρος του αποκαλύπτεται το “Love” του Gaspar Noe, για παράδειγμα, που διαλύει τα σύνορα ανάμεσα στη πορνογραφία και την υψηλή εικαστική και αφηγηματική τέχνη, που γελάει ή κλαίει μπρος στα παθήματα των ηθοποιών, μπρος στα δικά του βιώματα που επανέρχονται σαν αναμνήσεις ή προσδοκίες και νιώθω άξαφνα πως το σινεμά δεν είναι μια μικρή εικονική «απάτη», αλλά μια πραγματικότητα τόσο δυνατή στον καθένα μας που καταλήγει να βγάζει μυθολογική δυναμική, απεριόριστων μεγατόνων.
Και ανάμεσα στις προβολές, να και οι μόνιμοι εργαζόμενοι των αιθουσών ή αυτοί που βοηθούν το φεστιβάλ να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη εμπειρία, να προσπαθούν με τα εισιτήρια, τις προσκλήσεις και τα χαρτιά τους να έχουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη και ας δυσκολεύονται μάλλον να παρακολουθήσουν λόγω χρόνου έστω μια προβολή, αλλά πρέπει παράλληλα το χαμόγελο να είναι ισότιμο και προς το κοινό που συρρέει για το φεστιβάλ, όπως και για τους διάσημους δημιουργούς ντόπιους και ξένους που έρχονται και συζητούν με συναδέλφους τους, και βλέπω ότι γενικά δεν είναι τούτοι οι «παρμένοι» μα οι συνεσταλμένοι, ανθρώπινοι δημιουργοί, που για φωνή έχουν την τέχνη τους, κάτι που μας έχει ήδη μιλήσει η πολύ όμορφη ταινία «The End of the Tour», που μόλις είχα δει.
Και τότε βγαίνοντας από τις συνεχόμενες προβολές, καταλαβαίνω ότι μπρος μου ανοίγονται δρόμοι. Ή να συζητήσω με κάποιο φίλο/η για το τι είδα και να καταλήξω ή μη πουθενά, ή να πάω σε ένα από τα οργανωμένα πάρτι με ζωντανές μουσικές ή dj, ανανεώνοντας το νου μου για την επόμενη μέρα ή απλά να ακολουθήσω την ίδια αρχική πορεία. Να περιμένω στην ουρά και να εισέλθω σε άλλη μια προβολή. Η όραση και η νόηση μπορεί να κουράζεται. Αλλά η τέχνη δεν είναι συνώνυμο της τεμπελιάς, γι’ αυτό και δέχομαι την κούραση. Την δημιουργούν άνθρωποι και την δέχονται άνθρωποι. Και αυτή είναι μια σχέση που τίποτα δεν μπορεί να την χαλάσει.