Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων
Το κείμενο το πολυβραβευμένου γάλλου συγγραφέα Laurent Mauvignier “Αυτό που εγώ ονομάζω λήθη” παρουσιάζεται από τις 17 Οκτωβρίου, στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά, σκηνοθεσία της Άσπας Τομπούλη και ερμηνεία του Νίκου Νίκα.
« και αυτό που είπε ο εισαγγελέας είναι πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να πεθαίνει για κάτι τόσο μηδαμινό, πως είναι άδικο να πεθαίνει κανείς για ένα κουτάκι μπύρα που ο τύπος κράτησε στα χέρια του τόσο ώστε να μπορέσουν οι φύλακες να τον κατηγορήσουν για ληστεία και να περηφανεύονται αργότερα πως τον εντόπισαν και τον ξεχώρισαν, εκεί, ανάμεσα στους άλλους που ψώνιζαν, τόσο ώστε εκείνος να αποπειραθεί – έτσι είναι – να προσπαθήσει να τρέξει προς τα ταμεία ή να επιχειρήσει μια χειρονομία αντίστασης, γιατί τότε θα καταλάβαινε για τι ήταν ικανοί οι φύλακες… »
Το έργο και ο συγγραφέας παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε θεατρική μορφή, με την υποστήριξη του Γαλλικού Ινστιτούτου Ελλάδος και του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας.
30 Δεκεμβρίου του 2009: ο Μικαέλ Μπλεζ, 25 ετών, γάλλος υπήκοος με καταγωγή από την Μαρτινίκα, μπαίνει σε ένα σούπερ μάρκετ Carrefour στη Λυών, παίρνει ένα κουτάκι μπύρα και το πίνει. Τέσσερις σεκιουριτάδες τον πλησιάζουν, τον οδηγούν στα υπόγεια του καταστήματος και τον ξυλοκοπούν άγρια. Ο νεαρός πεθαίνει από μηχανική ασφυξία. Οι κάμερες ασφαλείας του σούπερ μάρκετ έχουν καταγράψει τα πάντα. Ο εισαγγελέας, σοκαρισμένος από την ηθελημένη και απροκάλυπτη βία που αποτυπώνεται στα video, δηλώνει ότι «είναι απαράδεκτο να πεθαίνει κανείς για μερικά κουτάκια μπύρας». Οι δράστες παραπέμπονται. Η είδηση απασχολεί για λίγες μόνο μέρες τις αστυνομικές στήλες των γαλλικών εφημερίδων και στη συνέχεια λησμονείται.
Με αφορμή τη δολοφονία του Μπλεζ, ο Mauvignier εστιάζει σε θέματα καίρια και οδυνηρά για τον σημερινό πολίτη, κυρίως στην άλογη βία και την αγριότητα της καθημερινότητας με συνήθη θύματα μετανάστες, άστεγους, ανθρώπους του περιθωρίου. Τον ενδιαφέρει η λήθη και η σιωπή που σκεπάζουν τον θάνατο ενός αφανούς, ενός κοινωνικού παρία, ενός πολίτη που η φωνή του δεν ακούγεται ποτέ. Μέσα από την αφήγηση ενός ανώνυμου αφηγητή, ο Mauvignier δημιουργεί ένα κείμενο μοναδικής πυκνότητας και δύναμης, ένα κείμενο που μετατοπίζεται αδιάκοπα μιλώντας άλλοτε από την σκοπιά του θύματος, άλλοτε από την σκοπιά των θυτών, των γονιών του θύματος ή τυχαίων ανθρώπων.
Επιχειρώντας να διατυπώσει σε λόγο την απουσία και τον πόνο, το τραύμα μιας παράλογης δολοφονίας και μιας παράλογης καθημερινότητας, ο Mauvignier συνθέτει ένα κείμενο βαθύτατα πολιτικό. Φέρνει τον θεατή αντιμέτωπο με τις έννοιες της ατομικής ευθύνης απέναντι στα κοινά,
της συλλογικής μνήμης, της ενοχής και, εν τέλει, της βαθύτερης ηθικής υπόστασης του πολίτη στις σημερινές κοινωνίες.