Μεγαλώσαμε (πια)…
Το σπίτι άδειασε. Και κάτω από τα δύο μεγάλα γραφεία βρήκαμε δύο πενηντάλεπτα, τρεις συνδετήρες, ένα εισιτήριο από τον Σταυρό του Νότου (Μάλαμας, Μάρτης 2008) και ένα βελούδινο δαχτυλίδι- δώρο του Βασίλη από την Φλωρεντία.
Στο σημείο εκείνο, που ήταν δύσκολο να φτάσει σκούπα ή σουίφερ. Μόνο σε εκτενή ανασκουμπώματα, αυτά τα βαρίδια πήγαιναν “από εδώ, εκεί”. Τα φοιτητικά μας αρχεία, οι σημειώσεις των επαναληπτικών εξεταστικών, εκείνες με τα sos και τις κυκλωμένες φράσεις. Πολύ χαρτί, πολλή μνήμη. Δώδεκα χρόνων στιγμές με αδιάκοπη συνέχεια. Μια διαρκής παρουσία δύο ανθρώπων σε ένα σπίτι, στο κέντρο του Βύρωνα. Με πράσινους και μωβ τοίχους, πολύ ήλιο, παμπάλαιες πόρτες και εξωγήινη διαρρύθμιση. Πάρτυ, σιωπές, τσακωμοί, κλειστές πόρτες, γνωριμία ξανά, αγάπη ξανά, από την αρχή η νέα μας οικειότητα.
Μας καταλαβαίνουμε πια, μας αγαπάμε. Γιατί δε γίναμε φίλοι νωρίτερα; Γιατί πάλι παλεύω να διορθώσω αυτό που πέρασε; Με ποια υπερφυσική δύναμη να το κάνω και γιατί να το κάνω; Πριν 11 χρόνια, τον Οκτώβρη του 2004, τριτοετής εγώ στη Φιλοσοφική, πρωτοετής ο αδερφός μου στο Πολυτεχνείο. Θα μέναμε παρέα.
Μετρήσαμε άπειρες ώρες συζητώντας, σιωπώντας, φωνάζοντας, διαβάζοντας. Είδαμε την Αθήνα τέσσερις φορές χιονισμένη. Αλλάξαμε αίμα και δέρμα. Βρήκαμε τους τόπους μας. Είπαμε “σε νοιάζομαι”, “πάντα θα σε νοιάζομαι” στις κατακλείδες αναπόφευκτων σημειωμάτων. Είπαμε και “δε με ενδιαφέρεις πια” και “πρέπει να μηδενίσεις και να πεις -έκανα λάθος-“, αλλά το πρώτο δεν το εννοούσαμε. Ποτέ δεν το εννοήσαμε.
Χθες, 4 Οκτώβρη 2015, χαρίσαμε τα ασήκωτα γραφεία μας. Βάλαμε σε 32 κουτιά όλα μας τα βιβλία. Πετάξαμε τις σημειώσεις των επαναληπτικών εξεταστικών. Κρατήσαμε την συλλεκτική αφίσα από τη μεγάλη συναυλία στο Σύνταγμα, τον Ιούλη του 2007. Και χαιρετηθήκαμε στο σημείο εκείνο, που πριν ήταν το κόκκινο τραπεζάκι.
Το καινούριο μου σπίτι απέχει 150 βήματα από το παλιό. Χωρίς πια τον αδερφό μου. Γιατί μεγαλώσαμε. Πια μεγαλώσαμε. Του έστειλα μήνυμα ότι θα μου λείψει και πώς πέρασαν έτσι τόσα χρόνια. Σαν νερό και άλλα τέτοια. Οδηγούσε και δε μου απάντησε αμέσως. Βρήκα ένα μήνυμά του, το πρωί που ξύπνησα. “Σιγά μωρέ. Πώς κάνεις έτσι;”
Αυτό το “έτσι” μου είναι πέτρα στο λαιμό. Γαμώ το κερατό μου…