Λούστρο Παπουτσιών
Το «οικονομικό θαύμα» στη μεταπολεμική Ιταλία του ’60, μέσα από το βλέμμα του Ermanno Olmi και του νεορεαλισμού.
Οι ήρωες είναι δύο ανήλικα παιδιά. Εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών και ονειρεύονται να αποκτήσουν ένα άλογο. Η επιθυμία τους γίνεται πραγματικότητα, όταν ο αδερφός ενός εκ των δύο προσφέρει στα παιδιά μερικά εύκολα –αλλά όχι και τόσο νόμιμα- χρήματα. Το αποτέλεσμα είναι οι δύο πρωταγωνιστές να οδηγηθούν σε φυλακές ανηλίκων, όπου οι συνθήκες και οι καταστάσεις αντιστρέφουν την προγενέστερη φιλία σε αντιπαλότητα και εχθρότητα.
Στα χέρια του Βιτόριο Ντε Σίκα ο καθημερινός βίος γίνεται μια κινηματογραφική ποίηση. Κι εδώ, πιστός στον προσφιλή του νεορεαλισμό, παίρνει μια απλή ιστορία βγαλμένη απ’ την καθημερινή Ιταλία της εποχής, και ακροβατώντας με τα όρια του μελοδράματος σκηνοθετεί μια σκληρή αλλά σπουδαία ταινία. Ο πρωτότυπος τίτλος «Sciuscià» προέρχεται από παραφθορά των αμερικάνικων λέξεων “shoe shine”, όπως τις είχαν αντιγράψει εξ ακοής τα χιλιάδες ορφανά ή εγκαταλειμμένα αγόρια στην κοινωνικοοικονομικά διαλυμένη από τον φασισμό και τον πόλεμο Ιταλία του 1945, τα οποία γυάλιζαν τα παπούτσια.
Ο Ντε Σίκα δεν χάνει ούτε στιγμή το μέτρο, δεν καταφεύγει σε δοκιμασμένα κολπάκια για εύκολους μελοδραματισμούς, δεν προσπαθεί να εκβιάσει συγκινήσεις, ή να βγάλει επιτηδευμένο γέλιο. Και βέβαια, ούτε κατά διάνοια δεν ηθικολογεί. Χρησιμοποιώντας την κάμερα με τρόπο τόσο επιδέξιο που είναι σαν να την καταργεί, “εγκαταλείπει” τον θεατή μέσα στην ιστορία αφήνοντάς του τη νοητική και συναισθηματική πρωτοβουλία. Πρόκειται για την πρώτη ξενόγλωσση ταινία που τιμήθηκε με Όσκαρ.