Σωκράτης Σινόπουλος: τα όμορφα πράγματα χρειάζονται απλότητα και αφαίρεση για να αναδειχθούν
Τον Σωκράτη Σινόπουλο τον έχουμε ακούσει –ζωντανά ή σε ηχογραφήσεις– να παίζει πολίτικη λύρα με τον Ross Daly, την Ελένη Καραΐνδρου, τη Δόμνα Σαμίου, τον Ara Dinkjian και τον Charles Lloyd, και να βάζει τη δική του εκφραστική σφραγίδα σε ιδιώματα που καλύπτουν μια ευρύτατη γκάμα, από την παράδοση έως τη σύγχρονη, διεθνή δημιουργική μουσική.
Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του με τίτλο «Eight Winds», για τον οποίο συνεργάστηκε με τη γερμανική εταιρία ECM, αν και έχει σαφείς αναφορές στην ελληνική μουσική παράδοση, είναι μπολιασμένος με πολλές και ποικίλες επιρροές από διαφορετικά ακούσματα, τάσεις και μουσικά στυλ.
Μπορείτε να μας συστήσετε την πολίτικη λύρα; Σε τί διαφέρει από τα άλλα ήδη λύρας που μας είναι πιο οικεία;
Η πολίτικη λύρα είναι η λύρα της Κωνσταντινούπολης, ένα όργανο με πολύ μακρά ιστορία. Ήταν μαζί με το πολίτικο λαούτο το τυπικό ντουέτο της λαϊκής μουσικής της Πόλης, της ταβέρνας και παιζόταν κατά κύριο λόγο από Ρωμιούς μουσικούς. Κατά τα άλλα, πρόκειται για μια λύρα όπως όλες οι άλλες. Όλες είναι αδερφάκια με κοινή καταγωγή και έχουν τελικά πολύ περισσότερες ομοιότητες απ’ ότι διαφορές.
Πώς προέκυψε η ενασχόλησή σας με αυτό το μουσικό όργανο και αυτό το είδος μουσικής γενικότερα;
Η πρώτη μου επαφή με το όργανο ήταν όταν στην εφηβεία μου άκουσα να το παίζει ο Ross Daly, o μετέπειτα δάσκαλός μου. Με την παραδοσιακή μουσική ήμουν είδη αρκετά εξοικειωμένος γιατί από παιδί συμμετείχα στην παιδική χορωδία του Γιάννη Τσιαμούλη όπου μαθαίναμε δημοτικό τραγούδι και βυζαντινή μουσική. Ήταν επίσης μια πολύ δραστήρια χορωδία με πολλές συναυλίες και δισκογραφία. Παράλληλα μάθαινα και κλασική κιθάρα.
Πόσα μουσικά είδη «χωράνε» στις διασκευές σας;
Νομίζω πως είτε το θέλω είτε όχι έχω επηρεαστεί από όλες τις μουσικές και τους μουσικούς που γνώρισα και συνεργάστηκα. Και καλύπτουν όλα αυτά ένα μάλλον ευρύ πεδίο της μουσικής από τις ανατολικές μουσικές παραδόσεις μέχρι τον σύγχρονο ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Αλλά είναι αλήθεια ότι τα φιλτράρω όλα αυτά μέσα από τη μουσική με την οποία αισθάνομαι περισσότερο συνδεδεμένος, τις μουσικές παραδόσεις του τόπου.
Για το νέο άλμπουμ συνεργαστήκατε με τη Γερμανική εταιρία ΕCM; Μπορείτε να μας περιγράψετε αυτή την εμπειρία;
Η εμπειρία της συνεργασίας με τον ιδρυτή και παραγωγό της ECM Manfred Eicher ήταν μοναδική. Και τελικά αυτό που έμαθα ή αυτό που επαλήθευσα με αυτή τη συνεργασία είναι ότι τα όμορφα πράγματα χρειάζονται απλότητα και αφαίρεση για να αναδειχθούν.
Εντοπίσατε διαφορές στη νοοτροπία αλλά και τον τρόπο που έγινε η παραγωγή;
Ένα στοιχείο που εκπλήσσει ιδίως τους ανθρώπους της δισκογραφίας είναι ότι η ECM εξακολουθεί να τελειώνει την ηχογράφηση ενός άλμπουμ σε τρεις ημέρες, δύο ημέρες η ηχογράφηση και άλλη μία η επεξεργασία του ήχου, χρόνος που είναι πολύ κάτω από το μέσο όρο. Δεν είναι ότι δεν έχει τα χρήματα να πληρώσει το στούντιο και τους μουσικούς αλλά ότι συνειδητά αναζητά αυτή την πρώτη φρέσκια και κάπως ανεπεξέργαστη προσέγγιση του μουσικού υλικού. Και όλο αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική διαφορά νοοτροπίας στη μουσική παραγωγή.
Τί εκφράζουν οι «8 Άνεμοι» που θα ακούσουμε στη Στέγη;
Οι “Οκτώ Άνεμοι” συμβολίζουν όλες τις μουσικές επιδράσεις που όλα τα μέλη του κουαρτέτου, ο Γιάννης Κυριμκυρίδης στο πιάνο, ο Δημήτρης Τσεκούρας στο μπάσο, ο Δημήτρης Εμμανουήλ στα τύμπανα και εγώ στη λύρα φέρουμε μέσα μας και με βάση αυτές αναζητούμε κοινούς τόπους.
Μια φιλοδοξία που τρέφετε και θα θέλατε να μοιραστείτε;
Αισθάνομαι ότι έχω υπάρξει πολύ τυχερός και ως άνθρωπος και ως μουσικός. Ασφαλώς και θέλω να γίνω ακόμα καλύτερος και στα δύο αλλά πάντα άφηνα τα πράγματα να παίρνουν το δρόμο τους χωρίς να τα εκβιάζω και αυτό μάλλον θα συνεχίσω να κάνω. Σίγουρα στο άμεσο μέλλον θα επιδιώξουμε να παρουσιάσουμε αυτό το υλικό σε συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.