«Το ξέρατε πως η Μουριά είναι εδώ από το 1915;» ρωτάω κάτι φίλους. Όλοι δείχνουν απορημένοι. «Ίσως για αυτό να νιώθουμε αυτή την οικειότητα», προσθέτω. Τα τελευταία χρόνια, από το πρωί του Σαββάτου – ως αργά το απόγευμα πολλές φορές -, έρχομαι σε ετούτο το καφενείο ανελλιπώς. Κάποιοι από τους φίλους – που γνώρισα πρώτη φορά εδώ – χρόνια περισσότερα.
Κοιτώ γύρω μου, βλέπω κι άλλες γνωστές φυσιογνωμίες. Έμαθα αργότερα από τους ίδιους τα επαγγέλματά τους. Δημοσιογράφοι, σκιτσογράφοι, μουσικοί και γενικότερα καλλιτέχνες μα και άλλοι εργαζόμενοι που έρχονται να πιούνε ένα τσίπουρο, μια μπύρα, ένα καφέ, να τσιμπήσουν ένα μεζέ, στην πάντα φωτεινή τούτη γωνιά. Και σήμερα γεμάτο. Μα θέση πάντα θα βρεθεί. Μια άλλη παρέα θα δώσει χώρο κοινωνικοποίησης και έτσι μοιάζει αδύνατο να υπάρχει κάποιος τριγύρω που να νιώθει ξένος.
«Δες εδώ και βγάλε φωτογραφία την άδεια» μου λέει ο Χρήστος, ο 6ος ιδιοκτήτης του καφενείου, ακούγοντας με να απορώ με την ηλικία του χώρου. Ένα γλυπτό, δώρο του Δημήτρη Σποντή, κρέμεται από την οροφή. Ένας μεταλλικός άγγελος. Στους τοίχους γνήσιοι πίνακες, έργα φίλων.
«Έρχονται χρόνια στο μαγαζί και μας τους φέρνουν δώρο» μου λέει η Σπυριδούλα, η κόρη του ιδιοκτήτη. Πίνω τον καφέ μου. Έξω από τα παράθυρα σε πλήρη εξέλιξη, η λαϊκή. Δεν είναι απλά μια λαϊκή αγορά. Μα μια ευκαιρία οι κάτοικοι του κέντρου, να ξεχυθούν για μια πιο ιδιαίτερη βόλτα του Σαββάτου. Κατάλληλη μέρα, κατάλληλος δρόμος. Όλες τις εποχές, ο δρόμος αυτός αποτελεί τον τόπο μιας αυτόκλητης μάζωξης άγνωστων φίλων.
Μέσα στον υπερπληθυσμό των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων, το κέντρο της Αθήνας, μυρίζει άξαφνα χωριό.
Τα Σάββατα στα Εξάρχεια γίνεται μια ιεροτελεστία. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των επαγγελμάτων, με τα παιδιά τους να τρέχουν ελεύθερα εδώ και εκεί, με τα ταίρια τους, κάνουν την βόλτα τους σε αυτά τα 500 μέτρα δρόμο. Όχι όπως στο οποιοδήποτε πάρκο της μοναχικής ονειροπόλησης αλλά στην αλάνα της κοινωνικής συναναστροφής.
Εδώ κανείς δεν κρύβεται. Άλλοι καλοντυμένοι, άλλοι με τα πρώτα ρούχα που θα βρούνε εμπρός τους, θα βγούνε από τα σπίτια τους, θα αγοράσουν τα αναγκαία της εβδομάδας, θα δώσουνε τις διάφορες χαιρετούρες, θα έχουν μόνιμα το χαμόγελο στο στόμα, θα καθίσουνε για καφέ, θα συζητήσουν την επικαιρότητα, θα ζυμωθούν. Ξέρεις πως παίρνοντας μέρος σε τούτο το ζωντανό «γλέντι» όλο και κάποιο γνωστό σου θα βρεις, όλο και υποχρεωμένος είσαι να συγχρωτιστείς με το ύφος της κατάστασης. Και έτσι αυτή η αναγκαία συνήθεια είναι εμποτισμένη στη πρωτοτυπία.
Στην σκιά του λόφου Στρέφη και του πύργου της Καλλιδρομίου, στα χνάρια του παλιού δημοτικού σχολείου – που ήταν και αρχηγείο των ανταρτών -, στις μνήμες του σκηνικού της κινηματογραφικής «Στέλλας» δεν χωράνε εμπορικές ικεσίες τύπου “Trip Advisor”, που έχουν ρημάξει το γενικώς γνωστό Αθηναίικό κέντρο, κάνοντας το μια βιτρίνα φανταχτερή και καθαρά τουριστική, κρύβοντας από πίσω της την έλλειψη πραγματικού και ζωντανού χαρακτήρα. Κάπως έτσι και οι σκέψεις τούτες δεν θα μπορούσαν να νοηθούν – ή να παρεξηγηθούν – ως μια διαφήμιση μιας συνοικίας ώστε να συσπειρώσει γύρω της τα «νάυλον ντέφια» όπως έλεγαν και οι Σπυριδούλα.
Πάνω από όλα προσπαθούν εγγράφως να τονίσουν μια στιγμή που επιβιώνει – μα κατά τα άλλα λείπει – από την καθημερινότητα της πρωτεύουσας. Στα βιώματα των κατοίκων μιας γειτονιάς που έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί με ιδιότητες που δεν κατέχει, είτε της παρακμής είτε της εφήμερης εναλλακτικής εξόδου, το υπογράφω ακόμη και ως ωδή. Τα Εξάρχεια μοιάζουν ολοζώντανα και ειλικρινή στις παρυφές τούτου του δρόμου.