Μαργκερίτ
Η ιστορία της χειρότερης σοπράνο στον κόσμο, εμπνευσμένη ελεύθερα από την αληθινή ζωή της κακόφωνης τραγουδίστριας της όπερας Florence Foster Jenkins.
Δεκαετία του ’20. Όπως κάθε χρόνο, οι καθωσπρέπει φιλόμουσοι αριστοκράτες συγκεντρώνονται στην πολυτελή έπαυλη της Μαργκερίτ Ντιμόν. Κανείς δεν ξέρει πολλά για αυτή τη γυναίκα, εκτός από το ότι είναι πλούσια και ότι ολόκληρη η ζωή της είναι αφιερωμένη στο πάθος της: τη μουσική. Η Μαργκερίτ τραγουδά. Τραγουδά με την καρδιά της, αλλά τραγουδά φρικτά παράφωνα.
Το υποκριτικό κοινό, οι φίλοι της από την υψηλή κοινωνία του Παρισιού, έρχονται για να γελάσουν μαζί της και της συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για τη ντίβα που εκείνη όντως θεωρεί ότι είναι. Όταν ένας προβοκάτορας νεαρός δημοσιογράφος αποφασίζει να γράψει ένα διθυραμβικό άρθρο για την τελευταία της ερμηνεία, η Μαργκερίτ αρχίζει να πιστεύει ακόμα περισσότερο στο ταλέντο της. Αυτό της δίνει το κουράγιο που χρειάζεται για να ακολουθήσει το όνειρό της. Παρά τους δισταγμούς του συζύγου της, και με τη βοήθεια ενός ξεπεσμένου αστέρα της όπερας, αποφασίζει να ξεκινήσει σκληρή εκπαίδευση για να δώσει το πρώτο της πραγματικό ρεσιτάλ μπροστά στο κοινό.
Η αντισυμβατική βιογραφία της τραγουδίστριας της όπερας Florence Foster Jenkins είναι μια ταινία που ξεπερνάει τα πεπερασμένα όρια της καταγραφής των μεγάλων στιγμών από τη ζωή του προσώπου που αναφέρεται και καταπιάνεται με μεγαλόπνοα ζητήματα (η σχέση ζωής και τέχνης είναι στην κορυφή της λίστας) ή βαθιές ουμανιστικές αξίες.
Ο γάλλος σκηνοθέτης Xavier Giannoli (δυο φορές υποψήφιος για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, με τα «Quand j’étais chanteur» και «À l’origine») έκλεψε τις εντυπώσεις φέτος στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας, χάρη στη θρασύτατη, προκλητική αλλά και τρυφερή δημιουργία του. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του σκηνοθέτη είναι η απόδωση της ίδιας της «καλλιτέχνιδας» του.
Δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει κάποιος την προσωπικότητα της Μαργκερίτ. Θα μπορούσε απλώς να την απορρίψει ως άλλη μια ψωνισμένη αριστοκράτισσα που νομίζει ότι είναι μια ντίβα της τέχνης αλλά θα έκανε μεγάλο λάθος. Η Μαργκερίτ της συγκλονιστικής Catherine Frot είναι ένα πλάσμα εύθραστο αλλά και αυθεντικό, που κινείται πέρα από τις συμβάσεις ή τον κομφορμισμό των αποκρουστικών ομοίων της. Βρίσκεται ακόμη πιο πέρα κι από την γκροτέσκα έκφραση της πρωτοπορίας της τέχνης.
Η γνησιότητα της είναι εκείνη που παρακινεί το δημοσιογράφο να γράψει το αποθεωτικό κείμενο έχοντας φυσικά στο πίσω μέρος του μυαλού του, την απόπειρα να κερδίσει την εύνοια της για τα χρήματα. Όσο προχωράει η ταινία κι η Μαργκερίτ «κατεβαίνει» στα μέτρα των φτωχών θνητών (τι υπέροχη σκηνή αυτή στο νυχτερινό Παρίσι που περπατάει ξυπόλητη…), η εικόνα σκοτεινιάζει και το κωμικοτραγικό αρχίζει να δείχνει το αληθινό πρόσωπο του.
Σε όλο το δεύτερο μέρος, η γκροτέσκα καθημερινότητα που απεικονίζει ο Giannoli (οι σκηνές στον πύργο με τις πρόβες θυμίζουν τα «Τέρατα» του Μπράουνιγκ) είναι ουσιαστικά η προετοιμασία για το απόλυτο θέαμα, τον ορισμό της γνήσιας τέχνης που θα αποτελέσει τον προσωπικό θρίαμβο (;) του μέχρι τότε περίγελου της αριστοκρατίας.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης