Η Budapest Festival Orchestra στο Μέγαρο Μουσική Αθηνών
Η διεθνούς φήμης Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης και ο μαέστρος της, ο οποίος παραμένει σταθερά στη θέση του μουσικού διευθυντή της εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια, εμφανίζονται στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου, με δύο διαφορετικά προγράμματα, την Κυριακή 15 και τη Δευτέρα 16 Νοεμβρίου στις 20.30 το βράδυ.
Την πρώτη βραδιά (15/11), το φημισμένο ουγγρικό σύνολο θα παρουσιάσει έργα Μπραμς και Μπετόβεν, ενώ τη δεύτερη (16/11), θα ερμηνεύσει με συνθέσεις Προκόφιεφ και Στραβίνσκι. Με την Ορχήστρα συμπράττουν δύο κορυφαίοι σολίστ: ο «δικός» μας Δημήτρης Σγούρος στο Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς (15/11) και ο Αυστριακός Τόμας Τσέετμαϊρ [Thomas Zehetmair] στο Δεύτερο κοντσέρτο για βιολί του Προκόφιεφ (16/11). Oι δύο συναυλίες της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης στο Μέγαρο εντάσσονται στον Κύκλο Διεθνείς Ορχήστρες.
Αναλυτικά το πρόγραμμα:
Κυριακή 15 Νοεμβρίου
Το τριμερές Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 1 σε ρε ελάσσονα, έργο 15 του Γιοχάννες Μπραμς (1833-1897), με το οποίο αρχίζει η πρώτη συναυλία της Ορχήστρας του Φεστιβάλ Βουδαπέστης στο Μέγαρο, είναι ένα σημαντικότατο έργο που ο συνθέτης πρωτοπαρουσίασε το 1859 στο Αννόβερο. Αν και το Κοντσέρτο αρχικά δεν γνώρισε επιτυχία, η αξία του αποκαταστάθηκε πλήρως τα μετέπειτα χρόνια, πρωταγωνιστώντας σε δισκογραφικούς καταλόγους και αίθουσες συναυλιών μέχρι και σήμερα. Ο Μπραμς, μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του Ρομαντισμού, ήταν βιρτουόζος πιανίστας και συνθέτης. Ασχολήθηκε με ποικίλες μουσικές φόρμες: από πιανιστικές μινιατούρες και τραγούδια μέχρι κοντσέρτα και συμφωνίες. Το δεξιοτεχνικό Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα θα ερμηνεύσει στη συναυλία της 15ης Νοεμβρίου στο Μέγαρο ο Δημήτρης Σγούρος.
Το δεύτερο μέρος του προγράμματος περιλαμβάνει την Τρίτη Συμφωνία (Συμφωνία σε μι ύφεση μείζονα, αρ. 3, έργο 55) του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827). Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του διεθνούς ορχηστρικού ρεπερτορίου. Είναι κυρίως γνωστή με την προσωνυμία «Ηρωική». Ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1804 και συνοψίζει μουσικά τις θεμελιώδεις αξίες του Ρομαντισμού. Το έργο ήταν αρχικώς αφιερωμένο στον Βοναπάρτη. Η ιδέα να γραφεί μια σύνθεση για τον απελευθερωτή των λαών της Ευρώπης είχε προταθεί στον γερμανό μουσουργό το 1798 από τον τότε πρεσβευτή της Γαλλίας στη Βιέννη αλλά και από τον περίφημο βιολονίστα Ρούντολφ Κρώυτσερ. Κατενθουσιασμένος ο Μπετόβεν, συνέθεσε την Τρίτη Συμφωνία, την οποία εμπνεύστηκε από τις ιστορικές πράξεις του Ναπολέοντα. Ωστόσο, όταν το 1804 ο Βοναπάρτης έστεψε εαυτόν αυτοκράτορα, ο συνθέτης θεώρησε ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης είχαν προδοθεί, αντικατέστησε το δεύτερο μέρος της συμφωνίας –έως τότε ένα θριαμβικό εμβατήριο– με ένα πένθιμο εμβατήριο και τροποποίησε την αφιέρωση: «Συμφωνία ηρωική, που γράφτηκε σε ανάμνηση ενός μεγάλου άνδρα». Ωστόσο, το έργο δεν έχασε τίποτε από τη δύναμη και τον χαρακτήρα του· αντιθέτως, από φόρο τιμής σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο μετατράπηκε σε παιάνα στο ανθρώπινο μεγαλείο. Δεν πρόκειται για μια προγραμματική σύνθεση που αναφέρεται σε γεγονότα ή μάχες, αλλά για ένα μεγαλειώδες έργο που μιλά για την ευγενέστερη όψη της ανθρωπότητας. Ακούστηκε για πρώτη φορά στις 7 Απριλίου 1805 στο Theater an der Wien.
Δευτέρα 16 Νοεμβρίου
Η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης επέλεξε για τη δεύτερη συναυλία της στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης έργα ρώσων συνθετών, συγκεκριμένα Σεργκέι Προκόφιεφ (1891-1953) και Ίγκορ Στραβίνσκι (1882-1971).
Το πρόγραμμα του πρώτου μέρους αρχίζει με την Εισαγωγή πάνω σε εβραϊκά θέματα του Προκόφιεφ, έργο 34 (1919), μια σύνθεση με ασυνήθιστη ενορχήστρωση (κλαρινέτο, κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο) για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, το οποίο γράφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται για παραγγελία του ρωσικού σεξτέτου Zimro Ensemble, το οποίο πραγματοποιούσε στα 1918 διεθνή περιοδεία με την υποστήριξη της Ρωσικής Σιωνιστικής Οργάνωσης. Η παρτιτούρα βασίζεται σε παραδοσιακά εβραϊκά τραγούδια. Η σύνθεσή της ολοκληρώθηκε πολύ σύντομα. Πρωτοπαρουσιάστηκε στο Bohemian Club της Νέας Υόρκης στις 2 Φεβρουαρίου 1920 με τον συνθέτη στο πιάνο και ερμηνεύτηκε τουλάχιστον άλλες δύο φορές από το Zimro Ensemble έως το 1921. Αργότερα, το 1934, ο Προκόφιεφ μετέγραψε τη σύνθεσή του για ορχήστρα δωματίου.
Η πρώτη μουσική ενότητα της βραδιάς θα κλείσει με το Κοντσέρτο για βιολί αρ. 2 σε σολ ελάσσονα, έργο 63 και πάλι του Σεργκέι Προκόφιεφ. Τα σολιστικά μέρη ερμηνεύει ο βιολονίστας Τόμας Τσέετμαϊρ. Πριν επιστρέψει στη Σοβιετική Ένωση το 1936, ο Προκόφιεφ αποδέχτηκε την παραγγελία του βέλγου βιολονίστα Ρόμπερτ Σαίτενς να συνθέσει ένα κοντσέρτο για βιολί. Το αποτέλεσμα ήταν το Έργο 63, που, όπως ισχυριζόταν ο συνθέτης, αντικατοπτρίζει τον νομαδικό τρόπο με τον οποίο ζούσε εκείνη την εποχή: το βασικό θέμα του πρώτου μέρους γράφτηκε στο Παρίσι, του δεύτερου μέρους στο Βορονέζ της Ρωσίας, η ενορχήστρωση ολοκληρώθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, ενώ η πρώτη παρουσίαση του έργου έγινε στη Μαδρίτη το 1935. Όσο για το ύφος του Δεύτερου κοντσέρτου για βιολί, ο Προκόφιεφ ισχυριζόταν πως «η νέα απλότητα –όπως τη χαρακτήριζε– πρέπει να είναι πάντοτε ευδιάκριτη, χωρίς όμως ποτέ να πέφτει σε συναισθηματισμούς και απλοϊκότητες».
Η δεύτερη ενότητα της βραδιάς είναι αφιερωμένη στον Ίγκορ Στραβίνσκι και στα έργα του Jeu de cartes και Το πουλί της φωτιάς, Σουίτα αρ. 2.
Το Jeu de cartes (Χαρτοπαίγνιο, 1936-7) είναι ένα μπαλέτο σε τρεις «παρτίδες» και ανήκει στη λεγόμενη νεοκλασική περίοδο του διάσημου ρώσου συνθέτη. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε σε χορογραφία του Ζωρζ Μπαλανσίν από το American Ballet στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης στις 27 Απριλίου 1937 με τον συνθέτη στο πόντιουμ. Η ευρωπαϊκή πρεμιέρα δόθηκε μερικούς μήνες αργότερα στην Στάατσοπερ της Δρέσδης (13 Οκτωβρίου). Ο Στραβίνσκι δέχθηκε μια παραγγελία για ένα μουσικό έργο με θέμα κάποιο χαρτοπαίγνιο τον Νοέμβριο του 1935, αλλά δεν είχε εξαρχής υπόψη του κάποιο συγκεκριμένο παιχνίδι. Κατέληξε στο πόκερ τον Αύγουστο του 1936 και δημιούργησε ένα μπαλέτο που μιλά για τα παιχνίδια εξουσίας. Πρωταγωνιστής είναι ο Μπαλαντέρ, ένας δόλιος χαρακτήρας που νομίζει ότι είναι ανίκητος, αφού μπορεί σαν χαμαιλέων να μεταμορφώνεται σε όποιο τραπουλόχαρτο θέλει. Στο έργο συμπεριλαμβάνονται επίσης ντάμες, άσοι και χαρτοπαίκτες.
Το µπαλέτο Το πουλί της φωτιάς υπήρξε η πρώτη παραγγελία που έλαβε ο Ίγκορ Στραβίνσκι, όταν ήταν ακόμη άγνωστος ως συνθέτης, από τον Ντιαγκίλεφ για τα Ρωσικά Μπαλέτα του. Συνολικά το μπαλέτο έχει 19 μέρη, από τα οποία ο Στραβίνσκι ενοργάνωσε τρεις σουίτες για καθαρά συναυλιακή χρήση (1911, 1919 και 1945), δημοφιλέστερη εκ των οποίων είναι η δεύτερη. Η πρεµιέρα πραγµατοποιήθηκε στις 25 Ιουνίου 1910 στο Παρίσι υπό τη διεύθυνση του Γκαµπριέλ Πιερνέ, και η µεγάλη επιτυχία της σήµανε την αφετηρία της διεθνούς σταδιοδροµίας του Στραβίνσκι καθώς και την αρχή της γόνιµης συνεργασίας του µε τα Ρωσικά Μπαλέτα και τον Ντιαγκίλεφ. Το Πουλί της φωτιάς βασίζεται σε γνωστό ρωσικό λαϊκό παραµύθι που αναφέρεται στη µάχη ανάµεσα στο καλό και το κακό και έχει ως κεντρικούς ήρωες τον Ιβάν, τον Αθάνατο Κατσέι, την πανέμορφη κόρη του Τσάρου και ένα υπέροχο πουλί με χρυσά φτερά.