Το Τέταρτο Κουδούνι: «Μέρα (συγκλονιστικής) οργής»
Πήγαινα σφιγμένος. «Είχε σταματήσει να κάνει θέατρο», «έχει κάνει πλήρη στροφή», «είναι πολύ πολιτικοποιημένος», «είναι ακτιβιστής», «το θέατρό του είναι κάτι άλλο πια»…
Είχα δει το 2001 τον «Δημόσιο κίνδυνό» του -«Δημόσιος εχθρός» το σωστότερο-, απ’ τον «Μιχαήλ Κόλχάας» του Κλάιστ-, είχα δει -δυο φορές- τον «Γλάρο» του το 2007, με είχαν σημαδέψει οι παραστάσεις αυτές, τις είχα καταγραμμένες στα «πολύ αγαπημένα μου», είχα τον Άρπαντ Σίλινγκ που τις σκηνοθέτησε πολύ ψηλά στη λίστα μου των εκλεκτών και φοβόμουν: τι να σήμαιναν ολ’ αυτά που ’χα ακούσει. Εάν δεν…;
Η «Μέρα της οργής» που είδα απ’ το θίασο «Κρέτακορ» στην «Στέγη» -ευτυχία και τιμή μας να τη δούμε στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση (Κάτια Αρφαρά, ευχαριστούμε)- σε παγκόσμια πρώτη -ναι, αυτή, δίκαια χαρακτηρίζεται «παγκόσμια πρώτη», είμαι σίγουρος ότι η παράσταση θα σπάσει τα σύνορά μας και τα σύνορα της πατρίδας της, της Ουγγαρίας- δε διέψευσε απλώς τους φόβους μου. Περίτρανα εγκαταστάθηκε μέσα μου πλάι στις άλλες δυο: μια εμπειρία αξέχαστη.
Και βέβαια είναι «άλλο θέατρο». Το κείμενο που υπογράφουν η Έβα Ζαμπερζίνσκι, ο σκηνοθέτης κι οι ηθοποιοί αφετηρία έχει ένα πραγματικό γεγονός: μια νοσοκόμα σε μονάδα εντατικής θεραπείας πρόωρων νεογνών ενός ουγγρικού δημόσιου νοσοκομείου, χωρισμένη, που μεγαλώνει μια δεκαεπτάχρονη κόρη και φροντίζει μια μάνα η οποία τυφλώνεται και χρειάζεται να κάνει μια εξαιρετικά δαπανηρή εγχείρηση για να ξαναβρεί το φως της, απλήρωτη για καιρό, ηγείται μιας διαδήλωσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτα παρασημοφορείται και μετά… απολύεται αφού η μονάδα διαλύεται. Θα ’χει πια ν’ αντιμετωπίσει μια ζωή εντελώς δύσβατη και μια κοινωνία που όχι απλώς δεν είναι αλληλέγγυα αλλά είναι εχθρική. Ώσπου η γυναίκα να δώσει το αναμενόμενο τέλος. Ένα κείμενο φοβερά απλό, γραμμικό -γεγονότα καθημερινά, τίποτα το ηρωικό, καθόλου «κορόνες», στους «Εφήμερους» της Αριάν Μνουσκίν με παρέπεμπε.
Αλλά ο Άρπαντ Σίλινγκ με τα μέσα του, με τα τραγούδια που παρεμβάλλει μπρεχτικώ τω τρόπω, με τις ρωγμές που δημιουργεί προς τους θεατές –«εμείς, εδώ, θέατρο κάνουμε- το διαμορφώνει απλά, χωρίς στιλιζαρίσματα, άμεσα, σε ευθύβολα πολιτικό θέατρο, ένα θέατρο ουσιαστικά αριστερό που κλείνει το μάτι στο αμέσως μετά την Επανάσταση σοβιετικό θέατρο της προλέτκούλτ, στο μεσοπολεμικό ευρωπαϊκό -γερμανικό κυρίως- αλλά και το αμερικάνικο θέατρο της ίδιας περιόδου. Ένα θέατρο σφριγηλό, δυνατό, «διδακτικό» αλλά και τρυφερό -η ερωτική σκηνή πόσο (πικρά, όπως αποδεικνύεται, τελικά…) τρυφερή!-, στα όρια του νατουραλισμού αλλά και ποιητικό, σκληρό αλλά και συγκινητικό, στα όρια του τραγικού. Ένα θέατρο σοφά φτιαγμένο. Μ’ ένα φινάλε που σε παγώνει. Η πλαστική ταινία «police» που φράζει τη σκηνή σού φράζει την ψυχή: πρέπει ν’ αντιδράσουμε!
Όργανα που παίζουν έξοχα την παρτιτούρα οι πέντε έξοχοι ηθοποιοί με άξονα την Λίλι Σάροζντι (Έρζιμπετ/Έρζι) υλοποιούν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ο Σίλινγκ τους ζητάει χωρίς να χάνουν την προσωπικότητά τους.
Ναι, ένα «άλλο» θέατρο. Μόνο που το θέατρο αυτό του 41άρη Σίλινγκ εγώ διαπίστωσα πως παραμένει απόλυτα πιστό, απλώς με διαφορετικό τρόπο, στα πιστεύω του 25άρη Σίλινγκ: η Έρζι της «Μέρας οργής» δεν είναι παρά η συνέχεια, πιστεύω, του Κόλχάας του «Δημόσιου εχθρού» του 1999, δεν είναι παρά η συνέχεια του Τρέπλιεφ του «Γλάρου» του 2003, που αντί να καρφώσει μια σφαίρα στο κεφάλι του συνθλίβει με το πόδι το βιολί του. Πιστό αλλά πιο απελπισμένο. Και πιο οργισμένο.
Σας προτρέπω να δείτε σήμερα τη δεύτερη και τελευταία παράσταση της «Μέρας οργής». Θα είμαι ευτυχής αν συμφωνήσετε μαζί μου.