Σύμπτωμα
Η τέταρτη ταινία του Άγγελου Φραντζή είναι μια φιλόδοξη πειραματική δημιουργία που όμως απευθύνεται σε σκληροπυρηνικούς σινεφίλ.
Οι κάτοικοι απομονωμένου ελληνικού νησιού τρομοκρατούνται στη θέα ενός μοναχικού πλάσματος με δερμάτινο μπουφάν και μάτια που λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Όποιος έρχεται σε επαφή μαζί του χάνει τα λογικά του. Οι κάτοικοι ζητούν την βοήθεια μιας παράξενης κοπέλας που μοιάζει να είναι η μόνη που μπορεί να τα βάλει μαζί του.
Διαθέτοντας περισσότερο… πειραματισμό από όσο πραγματικά χρειάζεται, το «Σύμπτωμα» είναι μια ταινία για το πρόσωπο του Κακού ή «για όλα όσα νομίζουμε ότι είναι ο διάβολος», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο δημιουργός της.
Στη νέα του δουλειά ο Φραντζής («Polaroid», «Το όνειρο του Σκύλου», «Μέσα στο Δάσος») οδηγείται σε αφηγηματικά τεχνάσματα που παραπέμπουν στο σινεμά του φανταστικού και κλασικές δημιουργίες των Κιούμπρικ, Λιντς, Φον Τρίερ κ.α.
Η παγανιστική ατμόσφαιρα, τα ξεσπάσματα βίας, η σύγκρουση του ενστίκτου με την ηθική και η ανάδειξη του σκότους (αντί του καρτποσταλικού φωτός) στο ελληνικό νησί- τα γυρίσματα έγιναν σε Τήνο και Αμοργό-, θα μπορούσαν υπό άλλες συνθήκες να οδηγήσουν σε άλλα, περισσότερο ευτυχή μονοπάτια. Οι εσωτερικοί δαίμονες όμως των ηρώων, που κάποια στιγμή εξωτερικεύονται, δεν βοηθούν ιδιαίτερα το σκηνοθέτη στην ανάδειξη μιας ιστορίας που μοιάζει να κινείται γύρω από το θέμα της αγάπης και της ενοχής αλλά στο τέλος την τρώει το μαύρο σκοτάδι.
Η περιγραφή μιας παραδοξότητας μέσω της υπαρξιακής αναζήτησης, είναι ο προφανής στόχος του σκηνοθέτη. Ομως δεν πετυχαίνει να τιθασεύσει την εικαστική αυταρέσκεια του και να προσδώσει στην προβληματική του μια ουσιαστική κινηματογραφική πρόταση που θα αναδείκνυε όλη την υπαρξιακή αγωνία των ηρώων του.
Το έργο κορυφώνεται από τη στιγμή που ο «παράνομος» έρωτας των κεντρικών ηρώων του παίρνει σάρκα και οστά. Η απεικόνιση των βασανισμένων εραστών που… καταριούνται τη μοίρα τους επειδή αγαπήθηκαν θα είχε ίσως διαφορετική πορεία αν ο σκηνοθέτης δεν έψαχνε να βρει τρόπο να πρωτοτυπήσει σε τέτοια βαθμό που η πειραματική ενασχόληση του κατέπνιγε όλες τις καλές ιδέες του. Ακόμη και η δυνατή εικαστική άποψη του φιλμ λιώνει υπό το βάρος του δύσκαμπτου σύμπαντος του.
Μόνη της παλεύει η Κάτια Γκουλιώνη να σώσει τα προσχήματα αλλά δεν αρκεί. Ακόμη και σε προσπάθειες που έχουν μια σεναριακή βάση με ενδιαφέρουσες παραμέτρους (η σκηνή του δείπνου όπου οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν) το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: μια αρκετά ατυχής καλλιτεχνική επιλογή με αξεπέραστα προβλήματα παρά τις τεχνικές αρετές της.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης