Το Τέταρτο Κουδούνι: Τσίπουρα, μάτια μουσκεμένα κι ένα πλακάτ-προχειροδουλειά ανάκατα…
Δεν είχα διαβάσει -κακώς!- τον Χρήστο Οικονόμου του οποίου έχουν ανεβάσει (;) ως πράξη θεατρική (;) -λέξεις, ουσιαστικά, χωρίς νόημα για την περίσταση…-, με τον τίτλο «Blackout» δυο διηγήματα.Πηγή: Το Τέταρτο Κουδούνι
Πήγα στο ικαριώτικο καφε-ουζερί «Χαλ…αρά», στην Μπενάκη, κοντά στην Κάνιγγος, για χάρη του Χρήστου Σαπουντζή, τον οποίο εκτιμώ πολύ -και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο, όσο τον ξέρω-, που παίζει (;) και της Ειρήνης Μαργαρίτη, την οποία επίσης εκτιμώ και συμπαθώ πολύ, που τον είχε σκηνοθετήσει. Και χάρη στο ένστικτό μου που συνήθως δε λαθεύει. Είχα χάσει την παράσταση (;) πρόπερσι, όταν πρωτοπαίχτηκε, αλλά, ευτυχώς, φέτος την επαναλαμβάνουν.
Μόνο που το ένστικτό μου απεδείχθη σωστό μεν αλλά όχι σαφές. Στο ικαριώτικο καφενείο, βγαλμένο, στην καρδιά της Αθήνας, λες απ’ τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δεν είδα παράσταση. Ο Χρήστος Σαπουντζής, οδηγημένος απ’ την Ειρήνη Μαργαρίτη, δεν έχει θεατροποιήσει τα δυο διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου «Μουστακάκι με κάρβουνο» και «Πλακάτ με σκουπόξυλο» -απ’ τη συλλογή του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδόσεις «Πόλις», 2011, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος). Δεν παίζει τα δυο διηγήματα. Δεν κάνει «θεατρικό αναλόγιο». Δεν τα αφηγείται. Τα μοιράζεται μαζί μας. Με μια απέραντη γενναιοδωρία.
Εκείνος σ’ ένα τραπεζάκι του καφε-ουζερί, εμείς στ’ άλλα, σβησμένα τα φώτα του μαγαζιού, αναμμένα μόνο τα μικρά πορτατιφάκια πάνω στα τραπέζια, το φως της μέρας απ’ έξω -όσο φτάνει μέσα στη στοά, η θεατρική (όσο θεατρική είναι) πράξη γίνεται μεσημεριάτικα, στις δύο η ώρα, τα Σαββατοκύριακα-, εμείς πίνουμε τα τσιπουράκια μας και τσιμπολογάμε τα μεζεδάκια, που ο ίδιος μας σερβίρισε, πριν αρχίσει, κι ο Σαπουντζής διυλίζει μέσα του τα κείμενα αυτά -κείμενα σε γραμμή ευθεία με τον Δημήτρη Χατζή και τον Σωτήρη Δημητρίου, τρέχω ν’ αγοράσω το βιβλίο- και μας τα σερβίρει κι αυτά, απ’ τα σπλάχνα του βγαλμένα, απλόχερα.
Τα δάκρυα αναβλύζανε, ακόμα κι ο φίλος που ήταν μαζί μου και δεν ξέρει πολύ καλά ελληνικά την εισέπραξε τη συγκίνηση κι εκείνο το πλακάτ, το άγραφτο, το βουβό, το φτιαγμένο -προχειροδουλειά…- μ’ ένα σκουπόξυλο και με χαρτόνια κομμένα από χαρτόκουτες και κολλημένα με σελοτέιπ που ξεκολλάνε απ’ τη βροχή, εκείνο το πλακάτ που δεν το βλέπεις αλλά σα να σου μπήγεται κατάστηθα, εκείνο το χέρι που μένει υψωμένο, ξεραμένο, μουσκεμένο, σα γροθιά που ποτέ δε σχηματίστηκε δε θα τα ξεχάσω. Ποτέ.
Να πω ένα ευχαριστώ. Και να σας πω κι ότι αυτά τα τσίπουρα με τον Χρήστο Σαπουντζή πρέπει να τα πιείτε. Είναι καθαρτήρια.
(Οι φωτογραφίες του «Blackout» απ’ την Κατερίνα Χατζηκυριάκου).