Ο Λευτέρης Ελευθερίου στην κάμερα του MonopoliTV
Το φετινό χειμώνα ο χρόνος του πολυτάλαντου Λευτέρη Ελευθερίου μοιράζεται σε πολλές δουλειές: από το Μικρό Παλλάς και την παράσταση “Δοξαπατρή” του Θοδωρή Αθερίδη, στην παιδική παράσταση “Ο κύριος ΚΙΧ και το Μυστικό κουτί των Ήχων” στο DanceVacuum, ενώ από τα τέλη Νοεμβρίου θα εμφανίζεται ως guest στο πρόγραμμα του Αντώνη Ρέμου στο Διογένης Studio. Σ’ ένα break από τις πρόβες, κάναμε βόλτα στο Ζάππειο και μιλήσαμε για το θέατρο, την φετινή παράσταση που πρωταγωνιστεί, τα πρώτα του βήματα στο χώρο, την πατρίδα του Νάξο και τα μελλοντικά του σχέδια.Συνέντευξη στη Μαρία ΓεωργιλάκηVideo: PremiumMedia
Είσαι και φέτος στην ομάδα του Θοδωρή Αθερίδη
Ναι, είναι η τέταρτη χρονιά που συνεργαζόμαστε και ο κόσμος θα σκεφτεί ότι υπάρχει κάποιος δεσμός από πίσω είμαι σίγουρος!
Τί πιστεύεις ότι έχει βρει σε σένα και τί εσύ σε ‘κείνον;
Κοινό μας χαρακτηριστικό είναι ότι λειτουργούμε καλά στις “Ομάδες”. Εκείνος είχε παρελθόν τους «Άγαμους θήτες» και εγώ στους “Abovo” και τους “Αλόγους”, που γράφαμε, σκηνοθετούσαμε, παίζαμε, βοηθούσαμε τους άλλους, υπήρχε μία τέτοια μοιρασιά και μία τέτοια δημιουργική διάθεση. Ο Θοδωρής με έβαλε κατευθείαν σ’ αυτό το κλίμα και μπήκα πολύ γλυκά από την “ομάδα” στο εμπορικό θέατρο. Για μένα είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός, σε ότι κάνει και ειδικά στις περιγραφές του έργου, που μας δείχνει πώς περίπου φαντάζεται τον χαρακτήρα. Εγώ ζηλεύω δηλαδή, τον μισό χαρακτήρα τον φτιάχνω από αυτά που περιγράφει ο Θοδωρής. Είναι για μένα, κοντά στον σύγχρονο τρόπο σκηνοθετικής άποψης, που είναι πιο κινηματογραφικός, γι’ αυτό άλλωστε έχουν γίνει και ταινίες τα πιο πολλά του έργα. Βλέπω διαρκώς πράγματα που με εκπλήσσουν στο Θοδωρή και που με κρατάνε κοντά του. Ένα από τα πολύ βασικά είναι ότι δεν αισθάνεσαι καμία ανασφάλεια δίπλα του. Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι συνυφασμένο με την ανασφάλεια, με τον φόβο μην εκτεθείς παραπάνω απ’ όσο πρέπει. Ο Θοδωρής είναι σαν καλός μπαμπάς, δηλαδή σε προσέχει και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είσαι στο σπίτι του. Κάνοντας δύο παιδιά και αποζητώντας στο χώρο της δουλειάς μου ασφάλεια και αγάπη, το βρήκα. Αισθάνθηκα δηλαδή ότι έχω έναν άνθρωπο που θα μου συγχωρέσει πράγματα, θα με βοηθήσει να γίνω καλύτερος, οπότε ήταν ένας δεσμός πολύ γερός.
Ο Θοδωρής Αθερίδης είναι σαν καλός μπαμπάς, δηλαδή σε προσέχει και σε κάνει να αισθάνεσαι ότι είσαι στο σπίτι του
Τί αφορά το έργο που παρουσιάζετε φέτος;
Το “Δοξαπατρή” είναι ένα από τα καλύτερα έργα του Θοδωρή. Είναι και δραματικό και κωμικό. Δεν βγαίνει μόνο από την ατάκα το αστείο, βγαίνει από τις καταστάσεις. Αφορά στην κρίση όπως την ζούμε καθημερινά όλοι και την έχει βάλει μέσα στην ελληνική οικογένεια. Ο δικός μου χαρακτήρας είναι ο γιος της οικογένειας Φίλιππος, ο οποίος αντιματωπίζει διάφορα νευρο-ψυχολογικά προβλήματα, καθώς έχει το σύνδρομο του «Rett». Μια ασθένεια που τον κάνει να βρίζει σε άτακτες ώρες, συνήθως όταν είναι σε ψυχολογική ένταση. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας είναι η μικρότερη κόρη Ειρήνη (Φωτεινή Αθερίδη), η οποία έχει ανεξαρτητοποιηθεί απ’ το μπαμπά της, ενώ εγώ είμαι πιο έγκλειστος μέσα στο σπίτι. Είναι η νέα πνοή που έρχεται, που σατιρίζει όλο αυτό που γίνεται γύρω της, με την κρίση, με την Ελλάδα, γιατί έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό. Αυτή είναι η οικογένεια μου! Παίζουν ακόμα η Ρένια η Λουιζίδου, η Πέμη Ζούνη και η Ευαγγελία Συριοπούλου που είναι μία οικογένεια που μένει κάτω από εμάς και υπάρχουν διάφορες σχέσεις μεταξύ των προσώπων.
Tί σε ιντριγκάρει στον ήρωα που υποδύεσαι;
Τέτοιοι ρόλοι σε κερδίζουν εύκολα, γιατί αφορούν ιδιαίτερους χαρακτήρες που δεν τους συναντάς καθημερινά. Απ’ την άλλη είναι και δύσκολοι γιατί δεν πρέπει να προσβάλεις καθόλου αυτούς τους ανθρώπους, που ενδεχομένως έχουν το πρόβλημα. Επειδή έχουν ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο αυτοί οι άνθρωποι, το γράφουν, κάποιοι το κάνουν tattooι, άλλοι το φοράνε σε μπλούζες για να μην δημιουργούν προβλήματα γύρω τους.
Πότε αποφάσισες ότι θα ήθελες να ασχοληθείς με την υποκριτική;
Αρχικά ασχολιόμουν με το τραγούδι, με το συγκρότημα “Decevo” στη Νάξο. Στο γκρούπ ήταν οι αγαπημένοι μου φίλοι Γιάννης Δελαρόκας, Σωτήρης Βλισίδης, Σπύρος Παπαδόπουλος και στην αρχή και ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Από εκεί ξεκίνησαν τα πρώτα σκιρτήματα, γιατί μου έλεγαν τραγουδάς, μιμείσαι πολύ, πρέπει να το ψάξεις με την υποκριτική. Όταν ήρθα στην Αθήνα και γνώρισα την γυναίκα μου Τατιάνα, η οποία έκανε σεμινάρια υποκριτικής, μπήκα και εγώ σε αυτό το κλίμα, μέσα στο θέατρο των Αλλαγών. Και ο Ευδόκιμος Τσολακίδης, – «Ευδόκιμος» ωραίο όνομα για να μου δώσει το έναυσμα να ξεκινήσω, με στέλνει στον Αντώνη τον Λουδάρο, ο Αντώνης ο Λουδάρος στον Σταμάτη Φασουλή, ο Σταμάτης Φασουλής στην Δήμητρα την Παπαδοπούλου και όλοι αυτοί οι συνεργάτες κάναμε τα «Καμένα Βούρλα», την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά στο θέατρο. Παράλληλα γράφτηκα στη σχολή και έκτοτε ξεκίνησε η πορεία μου στο θέατρο. Γνωρίζω τους “Abovo” και πια η μουσική και η έννοια του γκρουπ, μου δίνει ένα τρομερό κληροδότημα και μετουσιώνεται όλο στην ομαδική δουλειά. Η αλήθεια είναι ότι η ομαδική δουλειά ήταν κάτι το οποίο το αποζητούσα, διότι ήμουν και πολύ νάρκισσος και πολύ εγωιστής σαν χαρακτήρας -και ακόμα είμαι- και μέσα από την ομαδική δουλειά, λίγο σφυρηλατούσα και τον χαρακτήρα μου και άρχισα να βλέπω και το θέατρο ως ένα μέσο ψυχοθεραπείας.
Είχες κάποιο πρότυπο ηθοποιού που θα ήθελες να μοιάσεις;
Πάρα πολλά! Οι ηθοποιοί μεταμορφωνόμαστε και αναγκαστικά είναι μία σχέση «πόλης» στο μυαλό μας. Αγαπημένους… άπειρους, δηλαδή θα ξεκινήσω να λέω και θα αδικήσω κάποιους. Από τους ξένους κωμικούς μ’ αρέσει ο Jim Carrey. Στους πιο δραματικούς ρόλους οι Robert de Niro, Sean Penn, Al Pacino, Marlon Brando, Merlin Strip, είναι από μόνοι τους σχολές ολόκληρες. Δεν θα μιλήσω για τους έλληνες, επειδή είναι πάρα πολλοί που αγαπώ, θέλω όμως να αναφερθώ σε έναν σπουδαίο άνθρωπο που έφυγε από τη ζωή, τον Κώστα Τσάκωνα. Έναν ηθοποιό που συγκαταλέγω μέσα στις περσόνες. Μεγάλωσα με τις ταινίες του, γέλασα πάρα πολύ και πήρα στοιχεία από τον Κώστα. Ήταν από τους αγαπημένους μου και του οφείλω ένα γλυκό αντίο…
Τι είναι αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσεις ποτέ από τα πρώτα σου βήματα;
Οι ηθοποιοί περνάνε πάρα πολύ δύσκολα αυτή τη περίοδο και το έζησα κι εγώ μπαίνοντας στο χώρο. Είναι αρκετά συγκινητικό όταν μπαίνεις σε μία δουλειά και μετά πια αυτή γίνεται αποδεκτή, έρχεται κόσμος, σου αποδίδει καρπούς…
Τι θεωρείς ότι πρέπει να έχει ένας καλός κωμικός για να έχει ανταπόκριση στον κόσμο;
Ένας ηθοποιός πρέπει να ξεχνάει τον εαυτό του, να υπηρετεί το κείμενο και τον χαρακτήρα. Με την κωμωδία ουσιαστικά βοηθάς να μειώσεις τα προβλήματα, να τα κάνεις λίγο πιο διάφανα, να δεις και λίγο πιο πέρα, να μην εμφανίζονται σαν τείχος. Κάποτε σε ένα καφέ με σκούντησε ένας, μου λέει «συγνώμη δεν μπορώ να μη στο πω, η γυναίκα μου περνάει πάρα πολύ δύσκολα αυτή τη περίοδο και της έχεις δώσει τρομερό κουράγιο, που σε βλέπει στη τηλεόραση, στα διάφορα που κάνεις». Ήταν από τις στιγμές που πήρα λίγο θάρρος, γιατί από την άλλη ούτε γιατροί είμαστε, ούτε βοηθάμε κόσμο, δικό μας είναι το κέρδος, εμείς εμφανιζόμαστε στις κάμερες, εμείς παίρνουμε το χειροκρότημα, εμείς παίρνουμε τη χαρά, εμάς βλέπει ο κόσμος, μας θαυμάζει, όλο αυτό γυρνάει σε μας. Οπότε αναρωτιέσαι “τι προσφέρω εγώ;” και όταν ακούς τέτοια πράγματα, εντάξει, χαίρεσαι πολύ…
Σε έχουμε δει να παίζεις σε σειρές στη τηλεόραση, στο θέατρο και λιγότερο στο κινηματογράφο. Τι θεωρείς ότι σου ταιριάζει καλύτερα;
Η τηλεόραση έχει ένα μεγαλύτερο εύρος θεατών, σε μαθαίνει καλύτερα ο κόσμος, βοηθάει να ανεβάσεις το κασέ σου, να γεμίσεις ένα θέατρο. Είναι δηλαδή είναι ένα μέσο που πρέπει να το χρησιμοποιεί ο ηθοποιός. Αρκεί να είναι καλός, γιατί εάν δεν είσαι καλός ο κόσμος θα πει το αντίθετο «μη πάτε σ’ αυτόν το άθλιο» (γέλια). Και τα τρία μέσα έχουν διαφορετικούς κώδικες για τον ηθοποιό. Εμένα μου αρέσει περισσότερο επί της διαδικασίας το θέατρο, δηλαδή ότι είναι πιο άμεσο το αποτέλεσμα, επειδή είμαι λίγο πιο ανυπόμονος σαν άνθρωπος. Στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο αργείς να δεις το αποτέλεσμα, πρέπει να συνδυαστούν πάρα πολύ καλά για να βγει σωστό αποτέλεσμα, οπότε είναι λίγο πιο δύσκολο. Αγαπημένο νομίζω το θέατρο.
Λευτέρη, είμαστε και οι δύο από τη Νάξο και ξέρω ότι την αγαπάς πάρα πολύ. Θα έκανες κάποια πράγματα έτσι ώστε να αναπτυχθεί το θέατρο στον τόπο σου;
Μέχρι τώρα είμασταν συνηθισμένοι στον καλλιτέχνη που πάει και κάνει «αρπαχτές» στην επαρχία. Μπαίνοντας στην διαδικασία της διδασκαλίας, διαπίστωσα ότι το σημαντικότερο που πρέπει να γίνει στις απομακρυσμένες περιοχές είναι να αφήνεις κάτι στο ντόπιο πληθυσμό. Μάλιστα, όταν συνεργαζόμουν με το Δήμο Νάξου, ήταν υπεύθυνος και ο Ιάκωβος Ναυπλιώτης, ο οποίος γνωρίζει πολύ καλά και τη Ναξιακή Γραμματεία και μου είχε προτείνει την «Τραγέδια του Αγίου Δημητρίου», το οποίο είναι ένα έργο που είχε γραφτεί στη Νάξο το 1723, την περίοδο που αντίστοιχα γραφόντουσαν έργα σαν τον Ερωτόκριτο σε δεκαπεντασύλλαβο. Και υπάρχει αυτό το έργο, μπορεί κάποια στιγμή να το κάνουμε. Αλλά ήταν πάνω σε αυτή την κουβέντα, ότι πρέπει να βασιστούμε λίγο στον ντόπιο πληθυσμό, γιατί αυτό θα αφήσει πράγματα στο νησί και αυτό θα το πάει παραπέρα, οπότε τα σεμινάρια και τα εργαστήρια είναι το καλύτερο πράγμα. Τώρα το κάνει αυτό με το «Παρά θιν’ αλός» ο Χρήστος Ζέλας και νομίζω ότι είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχει κάνει ο άνθρωπος στο νησί και όποιοι θέλουν να κάνουν δώρο, να κάνουν εργαστήρια, νομίζω είναι ότι είναι η κοινωνική επανάσταση αυτή.
Έχεις σκεφτεί ίσως κάποια στιγμή να γυρίσεις στο νησί;
Ναι, το έχω σκεφτεί! Τώρα πια είναι πιο μακρινό γιατί η δουλειά μου έχει ανοίξει τόσο πολύ, που ίσως το συνδύαζα με κάποια καλοκαιρινή δουλειά. Μετά το Πάσχα που ολοκληρώνονται οι δουλειές στο θέατρο, να είχα κάποια παράλληλη δουλειά που να την κράταγα στο νησί, κάτι τέτοιο ακόμα πιο κοντινό το βλέπω, απ’ το να πάω να εγκατασταθώ μόνιμα.
Η παιδεία είναι το σημαντικότερο που πρέπει να αναζητήσουμε αυτές τις μέρες
Ποια είναι τα άμεσα σχέδια σου;
Αφότου έκανα παιδιά και μετά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, ένα από τα project που φαντάστηκα ότι θα ήθελα να κάνω πάρα πολύ, θα ήταν να συνδυάσω την τέχνη με την επιστήμη και την υγεία, γιατί εγώ τα εντάσσω και τα δύο στην παιδεία. Αν γνωρίσεις καλά τα της υγείας και της επιστήμης είναι δύο γερά όπλα μέσα στην κρίση, για να μη το βάζεις εύκολα κάτω. Άλλωστε λένε «Αν θέλεις να κάνεις πλουσιότερο ένα μέρος, άνοιξε ένα σχολείο», νομίζω ότι η παιδεία είναι το σημαντικότερο που πρέπει να αναζητήσουμε αυτές τις μέρες, ίσως και με την ευαισθησία των δύο παιδιών τώρα μου ξυπνάει αυτό. Αλλά αυτό ήταν κάτι το οποίο ψήνω χρόνια και θέλω κάποια στιγμή να το κάνω, με κυνηγάνε βέβαια άλλες χίλιες δουλειές και δεν προλαβαίνω, αλλά αν τα καταφέρω θα το τολμήσω κάποια στιγμή, να κάνω είτε βιντεάκια είτε θεατρικό πάνω σε αυτό.
Η οικονομική και κοινωνική κρίση κυρίως σε έχει επηρεάσει στον τρόπο που σκέφτεσαι για τη ζωή; Πώς αντιμετωπίζεις το όλο ζήτημα;
Λόγω του ότι ζούμε στη χώρα που ζούμε και έχοντας ταξιδέψει λίγο εξωτερικό, αισθάνομαι τρομερά ευνοημένος, πραγματικά δεν ξέρω αν αυτή η χώρα αντικαθίσταται. Αυτό είναι το ένα καλό, το ότι ζω σε μία χώρα που τη λατρεύω, το δεύτερο είναι ότι δεν έχω δικαίωμα να μιλάω γιατί μες την κρίση εγώ δούλεψα. Η απάντηση που μπορώ να δώσω εγώ είναι, ίσως το να γίνουμε πιο αυστηροί με τον εαυτό μας καταρχάς και να ρίχνουμε λίγο νερό στο κρασί μας στις δουλειές μας, γιατί μας βοηθάει και να γνωρίζουμε νέους ανθρώπους, να μην κλεινόμαστε στο τι πιστεύουμε εμείς ότι προκάλεσε την κρίση και νομίζω ότι αν έχεις ουσία σαν άνθρωπος δεν την χάνεις, ότι δουλειά και να κάνεις, και αυτή με μέτρο και να μη κάνεις όσο μπορείς υπερβολές. Αλλά να δουλέψουμε, αν δουλέψουμε νομίζω θα βρεθεί λύση.