MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
22
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο inbox (με παραλήπτη τον Γιώργο)

“Μισώ τον θάνατο” είπε. Αλλά εγώ ήξερα ότι πρώτα τον φοβάται, μετά τον βρίζει και μετά τον μισεί…

author-image Χρύσα Φωτοπούλου

Ο Γιώργος, ο φίλος μου, που του έτυχε να βρει τη γιαγιά του με το κίτρινο μαντίλι, “μισοκοιμισμένη” στο ρατζάκι του καφενείου (του δικού της καφενείου, στο χωριό). Δεν κοιμόταν η γιαγιά. Είχε απλά διαχωρίσει σώμα και ψυχή. Πάνω από ογδόντα, αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό. Η γιαγιά, λίγο νωρίτερα, είχε φτιάξει γεμιστές ντομάτες και είχε βράσει και χόρτα. Είχε ήδη φτάσει στον άχρονο τόπο των νεκρών και οι ντομάτες της, στη γη, ήταν ακόμη ζεστές. Τον μισώ κι εγώ τον θάνατο, Γιώργο.

Ίσως να ήμουν 6-7 χρόνων, όταν το “απεβ.” στα νεκροταφεία το διάβαζα “αποβιβάστηκε”.

Ίσως να ήμουν 6-7 χρόνων, όταν το “απεβ.” στα νεκροταφεία το διάβαζα “αποβιβάστηκε”. Για πολύ καιρό δεν ήθελα η λογική και η ωριμότητα να μου πάρουν αυτό το “αποβιβάστηκε”. Δεν ήθελα, πώς να το κάνουμε. Δε μ’ αρέσει το τέλος. Δε θέλω να το χωνέψω, να το φάω, να το συνειδητοποιήσω. Θέλω να μην υπάρχει. Είναι χυδαίο να σε εγκαταλείπει η θερμοκρασία σου. Και οι στιγμές δε φτάνουν, οι φωτογραφίες είναι ασήμαντες, η μνήμη δεν είναι αιώνια. Θέλουμε τον άνθρωπο, εδώ, σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Ήταν άνοιξη του 2013. Περπατούσα σκοντάφτωντας, κάπου πίσω από τον “Ευαγγελισμό”. Χαμός από μυρωδιές. Πρόωρη ζέστη. Αγοράζω παγωτό. Γίνομαι χάλια. Μύτη, πηγούνι, ζακέτα γεμάτα σοκολάτα και λιωμένο φυστίκι. Περιμένω να περάσω απέναντι. Δεν περνάω. Κοιτάζω τον τελευταίο όροφο του νοσοκομείου. Κάποιο από αυτά τα κορίτσια, με τα λευκά ρούχα, που βαδίζουν αργά και κοιτούν έξω, έξω πολύ έξω, μπορεί να είναι η Βούλα, η συμμαθήτριά μας. Γράφω ένα κείμενο. Έλεγε κάπου “θα μπουκάρουμε και θα λερώσουμε τις ρόμπες των γιατρών με παγωτά και μετά θα σε απαγάγουμε”. Της το’ στειλα. Μου απάντησε “Θα γίνουν όλα”. Δεν έγινε τίποτα. 10 μήνες μετά, η Βούλα πέθανε. Στην κηδεία της κατάλαβα ότι τα δημοτικά τραγούδια του πόνου φτιάχτηκαν πάνω σε αυτούς τους άναρθρους λυγμούς. Πάνω από τα τελεσίγραφα του “ποτέ”, της “αιωνιότητας” και της “αξιομακάριστης”. Σε ατμόσφαιρες, που τις έπνιγε το λιβάνι και το γαρύφαλλο. Δεν ξαναπέρασα ποτέ από την Δεινοκράτους.

Ψηθήκαμε τόσα χρόνια στα καπνά και τα χωράφια για να φύγει έτσι, τόσο απλά, ένας άνθρωπος;” Ήταν Αύγουστος και μια γυναίκα 80 χρόνων θυμόταν μπροστά μου τον άνδρα της. Μου πρόσφερε σύκα, σταφύλι και ζυμωτό ψωμί, στην αυλή ενός σπιτιού στην ορεινή Ναυπακτία. Δεν έχω ξανακούσει πιο συγκλονιστικό ρήμα από το “ψηθήκαμε”. “Τα βλέπ’ ς αυτά; Ούλα τα φύτιψε με τα χέρια’ τ”. Τα βλέπω, αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα. Θέλω να την αποκαλέσω “τυχερή”, που έζησε έναν έρωτα, γέρασε μαζί του και έχει και τη δύναμη να τα βάζει με την οριστική του απουσία. “Από τι πέθανε κυρά-Λένη ο άνδρας σου;” “Από κειο, ρε πιδάκι ‘μ. Δε θμόταν τίπουτα”.Ήταν Αύγουστος και φοβήθηκα λιγότερο.

Θέλω να την αποκαλέσω “τυχερή”, που έζησε έναν έρωτα, γέρασε μαζί του και έχει και τη δύναμη να τα βάζει με την οριστική του απουσία.

Όχι, δεν είναι βαρύ κείμενο. Αυτό το κείμενο, εδώ. Ούτε σε πνίγει. Έχει, απλά, την απέχθειά μου προς τον θάνατο σε κάθε στίξη του. Η απώλεια δεν κρατιέται στο στομάχι με ευκολία. Σε ρημάζει. Είσαι μοιρασμένος ανάμεσα στη ζωή, που κινείται με σταθερή ταχύτητα και το θολό τοπίο της κατάργησης. Κοιτάς μπροστά, κοιτάς και προς τα κει που υποσχέθηκες.

Είναι σχεδόν ξημέρωμα. Αυτή τη στιγμή. Το μωρό του διπλανού διαμερίσματος ξύπνησε και κλαίει. Εγώ θέλω κάμποση ώρα ν’ αποφορτιστώ. Ίσως όμως, αν κλείσω το φως, να κοιμηθώ αμέσως. Το διπλανό μωρό, ακόμη και στο κλάμα του, είναι μια τεράστια κραυγή ζωής για το παρόν. Για το κάθε δευτερόλεπτο, που πρέπει να γεμίσω με οξυγόνο.

Ξανακλάψε, μωρό μου..

ΥΓ. Φωτογραφία: Παύλος Μιλώφ

Περισσότερα από Editors