Οι πρωταγωνιστές της ταινίας “Ουζερί Τσιτσάνης” μιλούν για τη νέα μεγάλη ελληνική παραγωγή
Το «Ουζερί Τσιστάνης» είναι από τις πολυαναμενόμενες ελληνικές ταινίες της χρονιάς. Τη σκηνοθετεί ο Μανούσος Μανουσάκης που επιστρέφει στην κινηματογραφική οθόνη με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του.
Το σενάριο προέρχεται από το ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, έχοντας στο επίκεντρο έναν απαγορευμένο έρωτα, αυτόν του Έλληνα Γιώργου (Χάρης Φραγκούλης) για την εβραιοπούλα Εστρέα (Χριστίνα Χειλά Φαμέλη) στην υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη του 1942-43. Στην ταινία ξετυλίγεται αυτή η δυνατή ιστορία αγάπης με την μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη. Τον κορυφαίο μας δημιουργό υποδύεται ο ηθοποιός Ανδρέας Κωνσταντίνου (“Μικρά Αγγλία”), ενώ τη σύζυγο του συνθέτη υποδύεται η Ξανθή Γεωργίου και την σύντροφο του στο πάλκο Λέλα, η Βασιλική Τρουφάκου.
Μιλήσαμε με τους πρωταγωνιστές της ταινίας και ιδού τι μας είπαν για τους χαρακτήρες που ερμηνεύουν.
Βασίλης Τσιτσάνης (Ανδρέας Κωνσταντίνου)
26 χρονών. Παντρεμένος με μία κόρη λίγων μηνών. Η ασκητική μορφή του καθηλώνει. Η μουσική δημιουργία εκτονώνει την ένταση, που σιγοβράζει μέσα του. Δεν διστάζει την κρίσιμη στιγμή να πάρει μια ηρωική απόφαση, που βάζει σε κίνδυνο τον ίδιο, ακόμη και την οικογένειά του.
- Θεωρώ ότι ο Τσιτσάνης είχε μια βαθιά επίγνωση του ότι ασχολείται με κάτι που είναι πιο σημαντικό από τις συναισθηματικές περιπέτειες του. Μάλιστα είναι πιθανό να θεωρεί ακόμη και τη μουσική του πιο σημαντική κι από τον ίδιο. Η σύνθεση, το τραγούδι είναι πάντα στο μυαλό του. Είναι κάτι που βρίσκεται πάνω από όλα: τη γυναίκα του, το παιδί, την οικογένεια του, την ερωμένη του, τον ίδιο. Ένας άνθρωπος που έβαλε τη ψυχή του μέσα στα τραγούδια του. Αυτός είναι ο Τσιτσάνης.
- Μέσω της έρευνας που έκανα για τον Τσιτσάνη κρατούσα εκείνα τα στοιχεία που θεωρούσα ότι έχουν ενδιαφέρον είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε σχέση με την ιστορία. Προσπαθούσα να χρωματίσω στιγμές της ιστορίας μας με αυτό το πράγμα που καταλάβαινα. Ήρθα έτσι κάπως κοντά του νιώθοντας ότι με κάλεσε ή τον κάλεσα, και κάπου συναντηθήκαμε.
- Οι δικοί μου έλεγαν μα δεν μοιάζεις του Τσιτσάνη. Πώς θα το κάνεις; Κι είχε πλάκα που αρκετοί προθυμοποιήθηκαν να μου δείξουν πράγματα, πρόσωπα, που να πάω, με ποιους να μιλήσω κλπ. Πέρα από την πλάκα όμως που είχε όλο αυτό, βγήκαν χρήσιμα συμπεράσματα. Με βοήθησαν αρκετά. Επίσης αρκετοί μπουζουκτζήδες μου έδειξαν χρήσιμες λεπτομέρειες. Μπουζούκι είχα βέβαια ξαναπιάσει αλλά εντελώς ερασιτεχνικά. Αλλά γενικά υπήρχε η αίσθηση ότι δεν μοιάζω με την εικόνα που είχαν στο μυαλό του για τον Τσιτσάνη και παραξενεύτηκαν.
Γιώργος (Χάρης Φραγκούλης)
25 χρονών. Έχει δραστήρια ανάμειξη στην Αντίσταση. Ερωτευμένος με μια γυναίκα ενάντια στους κανόνες της εποχής. Αφήνει πίσω του ένα εξασφαλισμένο μέλλον για να ανοίξει ουζερί με τον Τσιτσάνη. Αυθόρμητος και παρορμητικός, ζει για το εδώ και το τώρα.
- Ο Μανούσος Μανουσάκης όπως κι Νίκος Τριανταφυλλίδης (σ.σ. στην ταινία «Αισθηματίες») προφανώς κάτι βλέπουν πάνω μου και μου δίνουν ρόλους σαν αυτόν του Γιώργου. Ίσως είναι τυχαίο ίσως όχι που υποδύομαι ξανά τον ερωτευμένο.
- Και οι δύο, κι ο Τσιτσάνης και ο Γιώργος αντιστέκονται σε κάτι. Εγώ από τη φύση μου, ιδιοσυγκρασιακά δηλαδή, συνήθως ενδίδω. Έτσι μου φαίνεται πιο ελκυστικό να μην ενδίδεις. Ο Τσιτσάνης αντιστέκεται στο πάθος και δεν ενδίδει. Παρακολουθούμε ακόμη τις αντιφάσεις του και το βλέπουμε καθαρά στη σκηνή που λέει «Γιατί δεν το κάνω; Γιατί δεν μπαίνω ή δεν βοηθάω πιο ενεργά (σ.σ. στην αντίσταση);». Θέλω να πω ότι κι οι 2 αντιστέκονται με τον ένα ή άλλον τρόπο. Εκ των υστέρων ο Τσιτσάνης μάλλον δικαιώνεται αφού αυτόν γνωρίζουμε στην ιστορία. Αποδεικνύει, ευτυχώς, ότι η ποίηση μπορεί να είναι σπουδαία μορφή αντίστασης. Για μένα είναι κι η μόνη μορφή αντίστασης. Νομίζω ότι να αντιστέκεσαι με όπλα απέναντι σε άλλους που έχουν πιο ισχυρά όπλα δεν έχει νόημα. Η αντίδραση που δεν έχει βία όπως με τα τραγούδια ή την ποίηση ή το όνομα του Τσιτσάνη, αυτά είναι που εμπνέουν ακόμη μετά από τόσα χρόνια. Άρα καθόλου μη ωφέλιμο δεν είναι αυτό που έκανε ο Τσιτσάνης.
- Ο Γιώργος έχει μια λειτουργία σχεδόν αυτοκαταστροφική. Δεν είναι τυχαίο ότι ερωτεύεται τη λάθος γυναίκα. Αυτός ο αντιστασιακός ερωτεύεται στη χειρότερη περίοδο, αυτή της κατοχής και της εξόντωσης των Εβραίων, μια εβραιοπούλα, που ανήκει κι αυτή στην ίδια οργάνωση της αντίστασης. Για πάρα πολλούς λόγους δεν πρέπει να ξέρει ο ένας τον άλλον κι όμως αυτοί ερωτεύονται. Επομένως βουτάει σε κάτι σκοτεινό δικό του. Τα εκφραστικά μέσα όμως είναι άλλα. Υπάρχει κάτι πιο σκληρό κι απέριττο εδώ. Και δεν έχει να κάνει μόνο με την εποχή αλλά και με το χρόνο. Εδώ δεν έχουμε χρόνο για πολλά-πολλά. Να το ξανασκεφτούμε κλπ. Δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια πράγματα οπότε γίνεται πιο πυκνό, επείγον και σίγουρα πιο ενδιαφέρον. Ακόμη και πιο εκπαιδευτικό για μένα ως ηθοποιό. Αναζωογονητικό υποκριτικά κατά ένα τρόπο να μπορέσεις να το χωρέσεις σε λιτά εκφραστικά μέσα.
- Για μένα είναι πολύ πιο εξωραϊσμένη η ταινία και ηρωική από εκείνη της αληθινής ιστορίας. Φυσικά και υπήρχαν μορφές αντίστασης στην πόλη της Θεσσαλονίκης αλλά από όσα διαβάζω και είμαι σε θέση να γνωρίζω μέχρι και πλιάτσικα γίνονταν. Στα διηγήματα του Ιωάννου που τον θεωρώ σπουδαίο συγγραφέα οι αναφορές του (σ.σ. γύρω από τη στάση που κράτησαν οι Θεσσαλονικείς απέναντι στο εβραϊκό ζήτημα) δεν είναι τόσο ευχάριστες ή φιλικές δυστυχώς.
Εστρέα (Χριστίνα Χειλά Φαμέλη)
22 χρονών. Όπως όλες οι κοπέλες αυτής της ηλικίας, έχει μυστικά. Κρυφά συμμετέχει στην αντίσταση, κρυφά ερωτεύεται έναν Χριστιανό. Όμως, δεν μπορεί και να προδώσει την οικογένειά της.
- Η Εστρέα κι ο ξάδελφος της βλέπουν αυτό που έρχεται και οι γονείς τους αρνούνται, δεν θέλουν να δουν. Στην πραγματικότητα το ξέρουν όλοι. Έτσι αποφασίζουν να αλλάξουν κάτι. Ότι μπορούν.
- Δεν ξέρω αν είναι ένστικτο αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να κάνει κι αλλιώς η Εστρέα. Αν κάτσει με σταυρωμένα χέρια δεν πιστεύει ότι θα αλλάξει κάτι. Δεν μπορεί να μείνει παθητική. Ούτε αυτή, ούτε ο ξάδελφος της ή οι άνθρωποι που ήταν στην αντίσταση.
Λέλα (Βασιλική Τρουφάκου)
25 χρονών. Ένα δροσερό και λαϊκό κορίτσι. Προικισμένη με έξοχη φωνή και ομορφιά. Ο απεγνωσμένος έρωτάς της για τον Τσιτσάνη την οδηγεί στην αγκαλιά ενός αμφιλεγόμενου, ισχυρού άντρα.
- Η Λέλα είναι ένας άνθρωπος ζωντανός, ο οποίος ρίσκαρε με τα πάθη του και καλά έκανε. Όταν τα πράγματα περιπλέκονται σε κάθε περίπτωση- πόσο μάλλον όταν έχουμε κάτι τόσο σοβαρό σαν αυτό που βιώνει η Λέλα- το πιο πιθανό είναι να μείνεις επί ξύλου κρεμάμενος. Η ηρωίδα μου μέχρι τέλους ζητάει εξηγήσεις και διεκδικεί ότι μπορεί να της ανήκει. Είτε αυτό αφορά στο να ζήσει κάτι. Είτε να της τύχει κάτι καθαρό. Διεκδικεί αυτό που κέρδισε με την αξία της, μέχρι τέλους. Κέρδισε τη θέση της στο πάλκο δίπλα στον Τσιτσάνη και εκτός της αναγνώρισης του ή της καρδιάς του, διεκδικεί και τα λόγια του. Την βλέπουμε να ζητάει την προσωπική θέση του, γιατί στο ελλειπτικό σύμπαν που λέγεται Βασίλης Τσιτσάνης, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, με τα μισά, κοφτά λόγια του, κυριαρχεί η ασκητική μορφή του. Καθώς λοιπόν ο Τσιτσάνης δεν χάριζε εύκολα τα λόγια του, η Λέλα προσπαθεί πολύ για να τον κάνει να της ανοιχτεί.
- Η σχέση Τσιτσάνη – Λέλας στο βιβλίο είναι πιο ομολογημένη. Η αφαίρεση και το ελλειπτικό σύμπαν που λέγαμε πριν δεν υπάρχει στο βιβλίο. Είναι μια πιο πραγματοποιημένη σχέση κι όχι μια σχέση που δεν εξελίχτηκε. Στο βιβλίο δεν κρατιούνται τόσο οι ήρωες όσο στην ταινία.
Ζωή (Ξανθή Γεωργίου)
22 χρονών. Η γυναίκα του Τσιτσάνη. Τρυφερή, συμπονετική και πάνω από όλα διακριτική στους πειρασμούς που ξέρει ότι γυροφέρνουν τον Τσιτσάνη στο περίφημο Ουζερί. Θα σταθεί με γενναιότητα, όταν χρειαστεί να βοηθήσει την Εστρέα και τον Γιώργο. Είναι μια «βελούδινη» γυναίκα.
- Η Ζωή έχει αντιληφθεί ότι κάτι άλλαξε στον άντρα της. Κατάλαβε ότι μάλλον υπάρχει μια άλλη γυναίκα στη ζωή του Τσιτσάνη. Θεωρώ ότι αντιμετωπίζει αυτό το γεγονός πολύ ωραία. Με τη σιωπή της. Είναι μια σκηνή που μας ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Θέλαμε με τον Αντρέα να δείξουμε πως αυτοί οι δύο άνθρωποι είχαν τέτοια επικοινωνία μεταξύ τους που δεν χρειάζονταν να λέγονται πολλά λόγια. Επειδή τον ξέρει πολύ καλά αντιλαμβάνεται πως κάτι συμβαίνει στη ζωή του. Το νιώθει στην ενέργεια του. Και το αντιμετωπίζει απλά με τη σιωπή της. Κάναμε πολύ δουλειά πάνω σε αυτό. Αλλάξαμε μέχρι και το σενάριο που προϋπήρχε επειδή είπαμε πως δεν χρειάζονται πολλά λόγια αυτοί οι δύο άνθρωποι για να επικοινωνήσουν. Μόνο με το βλέμμα τους φτάνει να καταλάβουν.