Carol
Ο Todd Haynes διασκευάζει το μυθιστόρημα «The Price of Salt» της Patricia Highsmith και θριαμβεύει. Είναι από τις σπάνιες φορές που η κινηματογραφική μεταφορά είναι εξίσου καλή- αν όχι καλύτερη- από το υλικό του πρωτότυπου βιβλίου.
Η νεαρή Τερίζ (Rooney Mara) δουλεύει ως εποχική υπάλληλος σε πολυκατάστημα δώρων της Νέας Υόρκης και ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Όταν γνωρίσει την Κάρολ (Cate Blanchett), παντρεμένη πελάτισσα που ψάχνει να αγοράσει δώρο στην κόρη της εν όψει Χριστουγέννων, θα βρει την ευκαιρία για την αλλαγή που ονειρεύεται στη ζωή της. Αρχικά θα ερωτευτεί την Κάρολ, στη συνέχεια θα χωρίσει το φίλο της της και θα αφεθεί σε μια πρωτόγνωρη, πυρετώδη κατάσταση όπου η ευτυχία είναι το ζητούμενο αλλά ο κοινωνικός περίγυρος δεν «επιτρέπει» στις δύο γυναίκες να είναι μαζί.
To «The Price of Salt» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που έγραψε η Patricia Highsmith το 1948.
Ήταν μόλις 27 ετών και το πρώτο της βιβλίο «Stranger on the train» δεν είχε εκδοθεί ακόμη – η πρωτόγνωρη επιτυχία του το 1949 ανάγκασε ακόμη και τον πολύ Χίτσκοκ να αγοράσει τα δικαιώματα του για να γυρίσει τον «Άγνωστο του εξπρές» δύο χρόνια αργότερα- αναγκαζόμενη να κάνει δουλειές του ποδαριού.
Μια από αυτές ήταν ως εποχική υπάλληλος σε κατάστημα δώρων στο Μανχάταν (όπως η Τερίζ στο φιλμ) για «δυόμιση βδομάδες αφού τόσο άντεξα» λέει. Μια μέρα είδε μέσα από το πλήθος μια ξανθιά γυναίκα με γούνινο παλτό που είχε την αβεβαιότητα στο βλέμμα της για το τι θα αγοράσει. «Έμοιαζε να αναδίδει φως. Αγόρασε μια κούκλα από αυτές που της έδειξα κι άφησε τη διεύθυνση της για να τη στείλουμε στη γειτονική πολιτεία που έμενε. Μια συναλλαγή ρουτίνας. Πλήρωσε κι έφυγε. Όμως εγώ ένιωσα παράξενα κι έπαθα ίλιγγο. Κόντεψα να λιποθυμήσω κι εντούτοις ένιωσα μια ανάταση σαν να είχα δει ένα όραμα. (…). Το βράδυ στο διαμέρισμα μου έγραψα 8 σελίδες για τη ζωή αυτής της κομψής ξανθιάς . Αυτή ήταν αρχή για την υπόθεση του «The Price of Salt» που αργότερα βαφτίστηκε «Carol» και μου πήρε 2 ώρες για να τη γράψω».
Η συγγραφέας εξιστορεί στο επίμετρο του ομότιτλου μυθιστορήματος (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) την πηγή έμπνευσης της και μας παρουσιάζει τον πυρήνα του έργου. Ενός έργου τολμηρού (η συγγραφέας το έγραψε με το ψευδώνυμο Κλερ Μόργκαν), μοντέρνου και θετικού ως πρός την εικόνα των γκέι που μέχρι τότε εμφανίζονταν στις τέχνες κυρίως ως βασανισμένοι, δυστυχισμένοι, άρρωστοι και αυτοκτονικοί.
Χωρίς υπερβολή ο σκηνοθέτης Todd Haynes (επιστρέφει ίστερα από 8ετή απουσία και το «I’m not there») συνέλαβε τέλεια το πνεύμα της συγγραφέως.
Πήρε το βιβλίο, τροποποίησε βασικά σημεία της ιστορίας – η Τερίζ της Highsmith ονειρεύεται να δουλέψει ως σκηνογράφος στο θέατρο ενώ η ηρωίδα του Haynes είναι φωτογράφος- αφαίρεσε κομμάτια που δεν έχουν τόση αξία για το φιλμ (αρκετά κεφάλαια που περιγράφουν την ανούσια σχέση της Τερίζ με το φίλο της) και κυριολεκτικά μεγαλούργησε.
Νοσταλγική, περιπετειώδης, αισθαντική, ώριμη, εικαστικά ανυπέρβλητη και ερμηνευτικά εντυπωσιακή (αν και η Mara κέρδισε το βραβείο στις Κάνες είναι σίγουρο πως θα δούμε και τις δύο ηθοποιούς στα επερχόμενα όσκαρ), η ταινία είναι μια εξομολήγηση για τον αληθινό έρωτα και τις συνέπειες του. Πρόκειται για ένα έρωτα ασυμβίβαστο και «τρομακτικό που διεγείρει τη φαντασία και το συναίσθημα», ο οποίος δοκιμάζει τις ηρωίδες. Μπορεί να τις συντρίψει, όμως μπορεί και να τους προσφέρει την απόλυτη ευτυχία, οδηγώντας τις στα ήρεμα λιμάνια μιας όμορφης, κανονικής ζωής.
Ο σκηνοθέτης, στην κορυφαία ως τώρα ταινία του, «παγιδεύει» με την κάμερα του σκηνές ποίησης – όπως εκείνες που η Τερίζ φωτογραφίζει την Κάρολ ή αυτή στο αυτοκίνητο που μπαίνει στο τούνελ και η Τερίζ νιώθει την απόλυτη ευτυχία: στο βιβλίο η εν λόγω σκηνή είναι μια απλή περιγραφή αλλά στο φιλμ αποκτά διαστάσεις ονείρου-, κάνει φύλλο και φτερό τις ψυχές των πρωταγωνίστριων του, αναπαράγει μοναδικά όλο το κλίμα της εποχής.
Μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1950 όπου ακόμη και η μητροπολιτική Νέα Υόρκη δεν μπορεί να αποβάλλει εύκολα συντηρητικές νοοτροπίες και ιδεοληψίες πολλών δεκαετιών που σχετίζονται με θέματα ταμπού όπως η ομοφυλοφιλία, η αποδόμηση της οικογένειας, το εύθραυστο πρότυπο της ιδανικής μητέρας.
Η ερωτική σχέση των δύο γυναικών δεν έχει τίποτα φτιαχτό, μελό, διδακτικό ή καταγγελτικό. Η λέξη στράτευση απουσιάζει ευτυχώς. Ο Heynes δεν τις παρουσιάζει ως θύματα- πολλές φορές μάλιστα δείχνουν τη σκληρότητα τους είτε η μία απέναντι στην άλλη είτε απέναντι στους άλλους. Όπως και η Highsmith όμως, επιλέγει να δείξει την ιστορία τους χωρίς φτιασίδια ή επεξηγήσεις. Έτσι ακριβώς όπως είναι. Ως απόρρεια μιας τυχαίας συνάντησης που μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου. Ένα βλέμμα που σταματάει σε μια ελκυστική φιγούρα ανάμεσα στο πλήθος και νιώθεις πως εδώ κάτι σπουδαίο γίνεται.
Και τολμάς να σκεφτείς ότι ίσως εδώ τελειώνει η ζωή που ήξερες και αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης