Ουζερί Τσιτσάνης
Το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη, η επιστροφή Μανουσάκη στη μεγάλη οθόνη, η Θεσσαλονίκη του 42, ένας απαγορευμένος έρωτας, ο Τσιτσάνης. Κι όμως: κάτι δεν πάει καλά με την ταινία.
Στη Θεσσαλονίκη του 1942 οι γερμανικές αρχές σε συνεργασία με τους ντόπιους δοσίλογους, αρχίζουν να πραγματοποιούν τις πρώτες φάσεις του σχεδίου εκκαθάρισης του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Ο Γιώργος (Χάρης Φραγκούλης), γκαρσόνι στο μαγαζί που εμφανίζεται κάθε βράδυ ο Βασίλης Τσιτσάνης (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και οι μουσικοί του, γνωρίζει κι ερωτεύεται τη δυναμική εβραιοπούλα Εστρέα (Χριστίνα Χειλά Φαμέλη) που αντιδρά στην καθησυχαστική λογική των δικών της οι οποίοι είναι σίγουροι πως «τίποτα κακό δεν πρόκειται να τους βρει».
Όσο συναρπαστική κι αν ακούγεται η υπόθεση, με το δυνατό ερωτικό δράμα και το ιστορικό υπόβαθρο, του εβραϊκού ζητήματος και της παρουσίας του Τσιτσάνη, άλλο τόσο επίπεδη και χωρίς πραγματική συγκινήσεις – πέρα από δυο, τρεις σκηνές- είναι η κινηματογραφική μεταφορά της.
Δυστυχώς η μακρόχρονη απουσία του σκηνοθέτη από τα κινηματογραφικά πλατό και η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση του με την τηλεόραση (εκτός κάποιων διαλειμμάτων στο θέατρο) πιθανότατα να «νόθευσαν» την κινηματογραφική ματιά του. Με αυτό δεν εννούμε πως το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι μια κακή «τηλεοπτικής αισθητικής» ταινία.
Δεν είναι απαραίτητα κακή η ταμπέλα της «τηλεοπτικής αισθητικής» που φορούν σε κάποιες κινηματογραφικές δουλειές, με προφανή στόχο να τις μειώσουν, οι περισσότεροι επικριτές τους. Το κακό είναι όταν οι σκηνοθέτες στρέφονται στην ευκολία ή την διεκπεραιωτική λογική κάποιων τηλεοπτικών σειρών (άπειρα τα παραδείγματα στη χρυσή εποχή της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης) για να… ξεπετάξουν τη δουλειά. Ο Μανούσος Μανουσάκης δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ουδείς αμφισβητεί το όραμα και την όρεξη που είχε στη συγκεκριμένη ταινία, μια πραγματική υπερπαραγωγή που όμως πέφτει θύμα της υπέρμετρης φιλοδοξίας της.
Στην πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Μανουσάκης πιάνεται αδιάβαστος σε σχέση με το υλικό του. Αλλιώς εξιστορεί το θέμα του ο Σκαμπαρδώνης -με σκληρές εικόνες από την καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης του 42, καυστικές αναφορές για τη στάση της ντόπιας κοινωνίας και ζωντανό αφηγηματικό ρυθμό γύρω από μια αληθινά «εφιαλτική εποχή»- κι αλλιώς το αναγνώσκει ο Μανουσάκης. Οι αιχμές παραλείπονται, τα διττά νοήματα απουσιάζουν και προλειαίνεται το έδαφος για μια «αποκλειστική» ερωτική ιστορία που παρά την μονοπώληση της κάμερας και της δυναμική της, γίνεται ελάχιστα συγκινητική και ουσιώδης.
Επιπλέον η κάμερα βαριεστημένα «σέρνεται» σε μια άκυρη καρτποσταλική καθημερινότητα της πόλης, που παρά το σκοτάδι της επόχής, διαθέτει φωτογένεια και γκλάμουρ. Σαν να θέλει η δύσμοιρη πόλη να συντηρήσει το μύθο της «ερωτικότερης πόλης» ακόμη και στις πιο ντροπιαστικές στιγμές της ιστορίας της. Κάτι που εκτός από άστοχο είναι και κακόγουστο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης