The Shell Game: μια διαφορετική όπερα στο θέατρο Οlvio
Η Έρι Κύργια που υπογράφει το λιμπρέτο της όπερας “Τhe Shell Game”, μάς μιλά για τη νέα εποχή του λυρικού θεάτρου και το μέλλον της “εξωθεσμικής” όπερας!
Μπορείτε να μας συστήσετε την ομάδα «The Medium Project»;
Η ομάδα The Medium Project δημιουργήθηκε από τον πολυβραβευμένο αρχιμουσικό Ανδρέα Τσελίκα και την «ανήσυχη» σκηνοθέτιδα Ράια Τσακιρίδη. Και οι δύο έχουν βαθιά γνώση της όπερας και αγάπη για το είδος. Επιπλέον, είναι άνθρωποι που δεν τα περιμένουν όλα από τους κρατικούς θεσμούς, αλλά σκέφτονται, δρουν, αντιδρούν, δημιουργούν. Κάπως έτσι οδηγήθηκαν να συστήσουν μια ομάδα που θα παρουσιάζει μοντέρνα και σύγχρονα έργα, θα συμβάλει στο άνοιγμα της όπερας στο νεανικό κοινό, θα αποδεικνύει ότι η όπερα μπορεί να ανεβεί και χωρίς «επισημότητες», αλλά δίχως καμία έκπτωση στην ποιότητα. Έχουν ήδη παρουσιάσει με επιτυχία τις όπερες «Το μέντιουμ» του Μενότι, «Η μάντισσα» του Σωγκέ, «Bon Appétit» του Χόιμπι, την τελευταία σε συνεργασία με τον Στέλιο Παρλιάρο. Η ομάδα πλαισιώνεται από καταπληκτικούς λυρικούς τραγουδιστές και άλλους καλλιτέχνες με προσωπική γλώσσα. Σε ό,τι αφορά το Shell Game, γράφτηκε αποκλειστικά για την ομάδα και κατόπιν ανάθεσης από τον Ανδρέα και τη Ράια. Ακούγεται υπερβολικά φιλόδοξο; Προσωπικά βρίσκω την κίνησή τους τολμηρή και συγκινητική, και εν τέλει σημαντική: μια σύγχρονη όπερα, με οικεία υπόθεση, σε μοντέρνα μουσική και ζωντανή γλώσσα, για πρώτη ίσως φορά στα δικά μας οπερετικά πράγματα; Για σκεφτείτε το!
Οι The Medium Project επιδιώκουν μια σύγχρονη όπερα, με οικεία υπόθεση, σε μοντέρνα μουσική και ζωντανή γλώσσα
Σε τι αναφέρεται ο τίτλος του έργου «The Shell Game»;
Ο τίτλος του έργου είναι ένα λογοπαίγνιο κατανοητό στα αγγλικά, που είναι η πρωτότυπη γλώσσα του λιμπρέτου. Αναφέρεται στο παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς», όπως το λέμε εμείς, και ταυτόχρονα στα παιχνιδίσματα των παιδιών με τα κοχύλια που συλλέγουν στις ακτές. Σε μία από τις σκηνές του έργου παρακολουθούμε ένα ζευγάρι να επιρρίπτει ο ένας στον άλλον την ευθύνη για την αποτυχία της μεταξύ τους επικοινωνίας, λες και γυρεύει να βρει ή να κρύψει τον «παπά», και σε μια άλλη γεννιέται η εικόνα ενός μικρού παιδιού που διασκεδάζει στην ακτή ψάχνοντας όστρακα. Σε γενικές γραμμές έτσι συνδέεται ο τίτλος με το έργο. Ο υπότιτλος, δε, του έργου, «Μία όπερα για 2Χ2 εαυτούς» επεξηγεί τον ρόλο των υπόλοιπων προσώπων.
Πείτε μας λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου
Πριν μιλήσω για την υπόθεση αυτή καθαυτή, να πω ότι η ιδέα της Ράιας και του Ανδρέα ήταν, η όπερα που θα γραφόταν, να είχε κάποια σχέση με την όπερα «Trouble in Tahiti» του Λ. Μπερνστάιν, που πρόκειται να παρουσιαστεί αμέσως μετά. Έτσι, υπήρξε ένας «οδηγός» που «επέβαλε» κάποιες αναλογίες, θεματικές, τεχνικές, μορφολογικές, κλπ. Για παράδειγμα, η όπερα του Μπερνστάιν πραγματεύεται μια μέρα μιας σχέσης, εδώ έχουμε ολόκληρη τη σχέση, εκτυλίσσονται και οι δύο σε επτά σκηνές, υπάρχει κι εδώ ένα είδος «χορού», κλπ. Βεβαίως, οι διαφορές είναι περισσότερες.
Ως προς την υπόθεση: με γλώσσα απλή, καθημερινή, άλλοτε χιουμοριστική και άλλοτε σκληρή, σε στιγμές σχεδόν ελλειπτική, -όπως όταν μιλάμε στην καθημερινότητά μας, που πολλά πράγματα παραλείπονται για να εννοηθούν από παύσεις, εκφράσεις, χειρονομίες-, και χωρίς να λαμβάνουμε απολύτως καμία πληροφορία για τους δύο χαρακτήρες (ηλικία, όνομα, κοινωνικό επίπεδο), παρακολουθούμε τη σχέση τους σε επτά στάδια: γνωρίζονται σ’ ένα πάρτι, ζουν έναν παθιασμένο έρωτα (η συγκεκριμένη σκηνή είναι διασκευή από το έργο του Gοunod «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», τo ζευγάρι-σύμβολο του απόλυτου έρωτα, η δε γλώσσα παραμένει η γαλλική, η πλέον αντιπροσωπευτική του πάθους), γιορτάζουν το «μαζί», περνάνε στη συνήθεια, και τα λοιπά, και τα λοιπά… Γινόμαστε, με λίγα λόγια, μάρτυρες σκηνών που έχουμε ζήσει όλοι. Όλοι. Δεν θα σας αποκαλύψω, όμως, περισσότερα για την ώρα!
Γιατί επιλέξατε να γράψετε την όπερα στα αγγλικά;
Δεν ήταν ακριβώς επιλογή. Μου ζητήθηκε να τη γράψω στα αγγλικά, και παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις, σκέφτηκα πως για τους ανθρώπους της όπερας, το να εργάζονται με κείμενα σε άλλη γλώσσα είναι σύνηθες. Ενέδωσα και τελικά ήταν πολύ απελευθερωτικό. Όχι όμως μόνο αυτό: επειδή η αγγλική γλώσσα διαθέτει πολλές σημαντικές μονοσύλλαβες λέξεις, με βοήθησε απόλυτα στον τρόπο που ήθελα να γράψω και στον ρυθμό που φανταζόμουν για τον βηματισμό της σχέσης αυτής.
Η μουσική της παράστασης εκκινεί από τον ύστερο ρομαντισμό και αξιοποιεί ρυθμούς από τη τζαζ
Σε ποια μουσικά είδη «πατά» η σύνθεση της παράστασης;
Το λιμπρέτο είχε την απίστευτη τύχη να μελοποιηθεί από τον Γιώργο Δούση, έναν σημαντικό –κι όμως τόσο σεμνό!– μουσικό της γενιάς μας, με ιδιαίτερο ταλέντο, με διαίσθηση και διάνοια, με ευαισθησία που ξέρει πώς να τιθασεύει, γνώση των μουσικών ειδών και ρευμάτων, και πολλά άλλα προσόντα, ων ουκ έστιν αριθμός. Δεν είναι τυχαίο που έργα του παίζονται συχνά –αν όχι συχνότερα– στο εξωτερικό. Η προοπτική της συνεργασίας μας καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής του λιμπρέτου (προηγήθηκε αυτό) μου ενέπνεε δημιουργικό άγχος. Και είμαι ήσυχη ότι όσες αντιρρήσεις κι αν υπάρξουν από το κοινό για το λιμπρέτο, θα τις άρει η μουσική – είναι απλώς τόσο καλή! Εκκινεί από τον ύστερο ρομαντισμό και αξιοποιεί ρυθμούς από τη τζαζ, και «σημαίνει» –με απόλυτα σύγχρονους τρόπους– την εσωτερικότητα των αισθημάτων και ταυτόχρονα τον κύκλο που διαγράφουν οι ερωτικές σχέσεις.
Τι διαφορετικό έχει αυτή η παράσταση σε σχέση με τις κλασικές όπερες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στη Λυρική Σκηνή;
Προτού απαντήσω στην ερώτησή σας, να πω ότι –και εγώ– έμαθα και αγάπησα την όπερα ως παραστασιακό γεγονός χάρη στη Λυρική Σκηνή και όχι κάπου αλλού. Η Λυρική Σκηνή πέτυχε –αν και μοναδικός φορέας προαγωγής του λυρικού θεάτρου στην πατρίδα μας-, όχι μόνο να κρατήσει ζωντανό και ακμαίο το είδος σε μια χώρα χωρίς παράδοση και σχετική παιδεία, αλλά και να απαλλάξει το κοινό από το «δέος» για ένα ομολογουμένως ιδιαίτερο είδος τέχνης. Σε κάθε περίπτωση, εκεί που έσπειρε η Λυρική, θερίζουμε κι εμείς, δηλαδή όλες εκείνες οι μικρές ομάδες ή καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς, που τα τελευταία χρόνια πειραματίζονται με το ανέβασμα της όπερας και την αναβίωση της οπερέτας σε μοντέρνα ανάγνωση κι επινοητική δραματουργία, σε μικρούς χώρους, με λιτά μέσα, χωρίς ενοχές και συμπλέγματα, χωρίς μεγαλεπίβολες προσδοκίες.
Όλο αυτό το «κίνημα» της «εξωθεσμικής» όπερας βρίσκεται στα σπάργανα. Όταν αρχίσει να αποδίδει, και η Λυρική Σκηνή θα ωφεληθεί και θα τροφοδοτηθεί από τους καρπούς του.
Και επιστρέφοντας στην ερώτησή σας, η διαφορά έγκειται ακριβώς σε αυτό: ΔΕΝ είναι κλασική όπερα. Σέβεται τη μορφολογία και τη δομή της κλασικής όπερας, δεν την απορρίπτει επ’ ουδενί, αλλά ούτε τη μιμείται. Δεν αντλεί από το παρελθόν μας (από κάποια αρχαία τραγωδία επί παραδείγματι), οι χαρακτήρες της δεν φέρουν κάποιο ηρωικό / τραγικό / επικό μέγεθος, είναι σαν εσάς κι εμένα, και ως προς τούτο είναι εντελώς διαφορετική από τις αναθέσεις της Λυρικής Σκηνής. Αυτό μόνο.