Η κόρη του Ρέμπραντ
Το καθιερωμένο ετήσιο ραντεβού του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου με τους πιστούς του είναι μια χιουμοριστική ιστορία μυστηρίου γύρω από ένα χαμένο πίνακα του Ρέμπραντ.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση ενός άγνωστου πίνακα του Ρέμπραντ κατά τη διάρκεια μιας μεγαλοαστικής δεξίωσης. Στους πολυτελείς εσωτερικούς χώρους και στους κήπους μιας εντυπωσιακής έπαυλης, παρελαύνει όλη η αφρόκρεμα της Αθηναϊκής κοινωνίας, με τον ιδιοκτήτη (Γιάννης Μπέζος) να περιμένει τον ειδικό «τεχνοκρίτη» (Λάκης Λαζόπουλος), ο οποίος θα εκτιμήσει αν ο πίνακας που έχει στα χέρια του είναι γνήσιος.
Τα χιουμοριστικά στιγμιότυπα, που στοχεύουν να σατιρίσουν την αβάσταχτη ελαφρότητα και την ανυπαρξία φαιάς ουσίας στα καλοχτενισμάτα – και παραμορφωμένα από τις πλαστικές- πρόσωπα της ελληνικής μπουρζουαζίας, δεν είναι τόσο βιτριολικά ή έστω πετυχημένα όπως στα παλιά φιλμ του Παναγιωτόπουλου. Το αίμα μοιάζει να έχει ξεθυμάνει και το πάλαι ποτέ εκλεπτυσμένο γούστο του «έλληνα Γκοντάρ» χάνεται σε κοινότυπα ή φτηνιάρικα αστειάκια. Μπορεί η σχεδόν αστυνομική πλοκή να κρατάει ένα μίνιμουμ ενδιαφέροντος σε ικανοποιητικό επίπεδο αλλά η φάρσα που τη συνοδεύει είναι ελάχιστα αστεία.
Οι καλές προθέσεις του Παναγιωτόπουλου δεν φτάνουν για να δώσουν στα σουρεαλιστικά, στιλάτα γκαγκ του βαρύτητα και επιπλέον νόημα. Το στιλ βέβαια ως σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη δεν απουσιάζει, η επιστράτευση της Δούκισσας Νομικού (δεύτερη συνεργασία του μοντέλου με τον Παναγιωτόπουλο μετά από την «Λιμουζίνα») ως αέρινη… κόρη του Ρέμπραντ που δεν επιτρέπει να την αγγίξει κανείς παρά μόνο να τη βλέπουν (!) έχει γούστο αλλά οι ασύνδετες σκηνές και τα άστοχα τσιτάτα, οδηγούν το όλο εγχείρημα σε τρομερά δυσμενή θέση.
Θεωρητικά μιλώντας το φιλμ καταπιάνεται με το τέλος μιας εποχής, το φόβο του αγνώστου, τη σύμπραξη κοσμικών και μαφιόζων κ.α. Στην πράξη πουθενά δεν φαίνεται κάτι τέτοιο.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης