Έφη Μπίρμπα & Άρης Σερβετάλης: Τα ωραία τους χέρια…
Μαζί στη δουλειά και στη ζωή παρουσιάζουν την τρίτη τους συνεργασία στις «Ροές».
Δεκέμβριος του 2009, ο Άρης Σερβετάλης και η Εφη Μπίρμπα διακόπτουν την πρόβα τους στο «Ατιτλο» που θα ανέβαινε δυο μήνες αργότερα στο Ίδρυμα Κακογιάννη για να μου δώσουν, σε ένα άδειο καμαρίνι, την πρώτη τους κοινή συνέντευξη• και για να μοιραστούν τον κοινό τρόπο με τον οποίο αγαπούν το θέατρο. Σήμερα, ακριβώς έξι χρόνια μετά, όπου τίποτα και πολλά έχουν αλλάξει, ο Αρης και η Εφη συνεργάζονται για τρίτη φορά. Στο μεταξύ τους έχει ενώσει η μεγάλη επιτυχία του «Σωσία» στις Ροές και δυο χρυσά δαχτυλίδια, εν είδει βέρας, που προβάλλουν πάνω στο ξύλινο τραπέζι καθώς κι οι δυο κινούν ασυναίσθητα τα χέρια τους.
Μεσημέρι, λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της νέας τους παράστασης «Τα ωραία χέρια μας», και ο ήλιος επιμένει να μπαίνει από τις γρίλιες της κεντρικής πόρτας των «Ροών», χαρίζοντας μια απόκοσμη αίσθηση στο εσωτερικό τους. Δουλεύουν μαζί, με άλλους, δουλεύουν πολύ – πάντα το έκαναν. Δικαιολογημένα, όπως εξηγούν, έχοντας στα γρήγορα προσπεράσει την αμήχανη στιγμή που πρέπει να μιλήσει ο ένας για τον άλλο. Ο Αρης βλέπει στην Εφη μια σκηνοθέτη που φέρνει στην πρόβα την ελευθερία που έχει ανάγκη ο ερμηνευτής, που ξέρει τι θέλει, που έχει το όραμα να συνταιριάξει διαφορετικές ποιότητες σε μια παράσταση και να το κάνει μέσα από ένα πολύ αυστηρό, παρά τις ελευθερίες, σχεδιασμό. Η Εφη από την άλλη, χαρακτηρίζει τον Αρη «καλλιτεχνικό ελβετικό σουγιά». Ακονισμένο, εργατικό, επιμελή, απόλυτα πειθαρχημένο κι ακομπλεξάριστο μπροστά σε τυχόν παρατηρήσεις.
Στέκονται σε απόσταση από τον προβλέψιμο ισχυρισμό των ζευγαριών ότι η δουλειά δεν εισβάλλει στο σπίτι. «Αυτό δεν μπορεί να γίνει» παρατηρεί εκείνος. «Εξάλλου, οι δικές μας παραστάσεις έχουν μια υπαρξιακή βάση. Οι προβληματισμοί μας γεννιούνται από τον άνθρωπο και τις πτώσεις του. Συνεπώς, η τέχνη μας τρέφεται από το πως αντιλαμβανόμαστε τη ζωή ως άνθρωποι». Κι έτσι η πρόβα δεν διαφοροποιείται από την ζωή. Φροντίζουν όμως, να προστατεύουν ο ένας τον άλλο από το Εγώ και τις ανασφάλειες του. «Μόνον αν ασχοληθείς με το πριν, προφυλάσσεις και το μετά της σχέσης» διαπιστώνει εκείνη.
Εφη Μπίρμπα: Συζητούσαμε, ερευνούσαμε, καλλιεργούσαμε μια επαγγελματική σχέση που ωριμάζει όσο ωριμάζουμε κι εμείς
Το «Ατιτλο» επιβεβαίωσε την υποψία ότι μπορούσαν να δουλέψουν μαζί. Κι έτσι, ακόμα κι όταν δεν ανέβαζαν από κοινού παραστάσεις η συνεργασία ήταν δεδομένη. «Συζητούσαμε, ερευνούσαμε, καλλιεργούσαμε μια επαγγελματική σχέση που ωριμάζει όσο ωριμάζουμε κι εμείς. Πέρυσι ήρθε, ο ‘Σωσίας’ και φέτος αποφασίσαμε να κάνουμε μια νέα αρχή μέσα σε μια συνέχεια» συνεχίζει η Εφη, μιλώντας για την απόφαση τους να μονιμοποιηθούν σε ένα χώρο, στις Ροές, στην καρδιά του Γκαζοχωριού. «Η προσπάθεια του δικτύου που έχει στηθεί δεν έχει να κάνει τόσο με τον τόπο αλλά με τον τρόπο» ξεκαθαρίζει. «Το ζητούμενο είναι ο πυρήνας της προσπάθειας κι όχι το κέλυφος της. Το δίκτυο σχετίζεται με ενέργειες και έρευνες στις παραστατικές τέχνες».
Άρης Σερβετάλης: Οι δικές μας παραστάσεις έχουν μια υπαρξιακή βάση. Συνεπώς, η τέχνη μας τρέφεται από το πως αντιλαμβανόμαστε τη ζωή ως άνθρωποι.
Ο κώδικας τους πάντως, είναι κοινός: Μια υβριδική μορφή θεάτρου που δεν αναφέρεται απαραίτητα στο λόγο, αλλά το βίωμα ενός κειμένου περνά στο σώμα και οι ψυχικές καταστάσεις που αναδύονται μέσα από αυτό τροφοδοτούν μια ζωηρή εικαστικότητα. Ακούγεται περίπλοκο αλλά δεν είναι. «Είναι πιο σύντομη η διαδρομή απ’ όσο νομίζουμε. Δεν μπορώ να καταλάβω όλη αυτή την ιστορία των διαχωρισμών. Ψάχνουμε να βρούμε ονόματα για κάτι που δεν είναι θέατρο αλλά έχει λίγο χορό, οπότε λέμε “και δεν ονομάζουμε χοροθέατρο”; Η’ το τελευταίο είδος που έχει ανακαλυφθεί είναι αυτό της εικαστικής σύνθεσης! Μα γιατί τόση αγωνία; Εμείς κάνουμε μια προσπάθεια πάνω στην παραστατική τέχνη που απλώς έχει μια διαφορετική αφετηρία. Θέλει να βάλει τον θεατή σε μια διαδικασία όχι τόσο νοηματική αλλά αισθαντική, να ερεθίσει τη φαντασία του με έναν πιο ποιητικό και αλληγορικό τρόπο» εξηγεί ο Αρης Σερβετάλης.
Σε συνεργασία με το Νίκο Ηλία και τη Μιχαήλα Πλιαπλιά που οργανώνουν το εγχείρημα στις Ροές, οι τέσσερις τους έχουν, κατά κάποιο τρόπο, αποφασίσει να εξοικειώσουν το αθηναϊκό κοινό με το ερευνητικό θέατρο. Οι 33.000 θεατές του «Σωσία» τους έδωσαν θάρρος, δύναμη και δεν το κρύβουν. Τώρα, ένα βήμα παραπέρα, παρουσιάζουν «Τα ωραία χέρια μας» μια δουλειά του Ευθύμη Φιλίππου (συγγραφέα και πολύτιμου σεναριογράφου των weird επιτυχιών του Γιώργου Λάνθιμου) βασισμένο σε μια ιδέα της Εφης Μπίρμπα. «Κάποια στιγμή, είχα μια έντονη εμπειρία, σ’ ένα επιθανάτιο τραπέζι ενός πολύ κοντινού συγγενή μου. Συνέβη τότε κάτι που με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι πάνω στο δεδομένο του θανάτου. Άρχισα να αρθρώνω εικόνες τις οποίες έκανε κείμενο ο Ευθύμης που μοιάζει με την αφήγηση ενός ονείρου».
Α.Σ.: Δεν μπορώ να καταλάβω όλη αυτή την ιστορία των διαχωρισμών. Ψάχνουμε να βρούμε ονόματα για κάτι που δεν είναι θέατρο αλλά έχει λίγο χορό, οπότε λέμε «και δεν ονομάζουμε χοροθέατρο»; Μα γιατί τόση αγωνία;
Βασισμένο στις ελληνικές παραδόσεις και τις ταφικές τελετουργίες «που από μόνες τους έχουν μια θεατρικότητα», το δρώμενο παίρνει σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα παρακολουθώντας τρία, θρυλούμενα στάδια: Την έξοδο της ψυχής από το σώμα, την διάβαση σε έναν ενδιάμεσο χώρο και τελικά την ένταξη της σε μια καινούργια κατάσταση. Οι δυο τους τολμούν, δηλαδή, να κάνουν μια παράσταση για ένα θεματικό χώρο που οι περισσότεροι άνθρωποι αρνούνται να αντιμετωπίσουν. «Πρόσφατα πήγαμε στην κηδεία ενός άνδρα που δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο κι έτσι αποφασίσαμε να το κάνουμε• να μη φύγει μόνος. Ήταν πολύ μυστήριο αλλά μέσα από αυτή τη διαδικασία μοy αποκαλύφθηκε ότι ένας θάνατος δεν είναι απαραίτητα στενάχωρο πράγμα» λέει ο Αρης με μιαν απροσδόκητη εξομολογητική διάθεση. «Ο συναισθηματικός δεσμός με έναν άνθρωπο που φεύγει είναι εμπόδιο να αντιληφθούμε την έννοια της απώλειας, παρότι είναι το μόνο σίγουρο πράγμα από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Ενώ αν έχουμε μια τέτοια μνήμη στην καθημερινότητα μας, τότε θα ζούμε τη ζωή διαφορετικά. Ο φόβος μας κάνει να στρίβουμε το κεφάλι. Όσο πιο πολύ αποφεύγουμε το θάνατο, τόσο απομακρυνόμαστε από την ίδια τη ζωή».
Η Έφη που έχει χάσει τον πατέρα της, όταν ήταν ακόμα έφηβη, λέει πως ο θάνατος δεν είναι ένα στιγμιότυπο ζωής αλλά μια καθολική κατάσταση στην ανθρώπινη πραγματικότητα. «Με την ορφάνια κατάλαβα ότι ο θάνατος θραυσματοποιεί την επιφάνεια της ζωής και, με έναν επώδυνο τρόπο, είναι αναγκαίος για να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τους άλλους. Ο θάνατος έχει μεγαλείο γιατί όσο φρικτός κι αν είναι τόσο σε σπρώχνει σε μιαν υπέρβαση. Και νομίζω πως όλοι χωράμε αυτή την υπέρβαση, ακόμα κι αν ο θρήνος μας καταπίνει».
Ε.Μ.: Ο θάνατος θραυσματοποιεί την επιφάνεια της ζωής και, με έναν επώδυνο τρόπο, είναι αναγκαίος για να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τους άλλους
Η σιωπή που αναγκαστικά ακολουθεί μια τέτοια κουβέντα σπάει με ένα, σχεδόν, κωμικό τρόπο. Το ψυγείο του μπαρ «κατεβάζει» καινούργια παγάκια κι ο ξαφνικός θόρυβος μας βγάζει από τη ζόρικη θέση με μια άνω τελεία.
Όμως, ο Αρης και η Εφη πιστεύουν στο Θεό κι αυτό τους ησυχάζει – έτσι κι αλλιώς. «Η πίστη έχει μέσα της την εμπιστοσύνη. Αφήνεσαι σε κάτι την ώρα που όλα μοιάζουν αφύσικα. Αν λοιπόν, αφεθείς και πιστέψεις ότι ο θάνατος είναι ένα στάδιο ύπαρξης τότε σημαίνει ότι παραδέχεσαι και την ύπαρξης της ψυχής» λέει ο Αρης. «Μου αρέσει αυτό που μου είπε κάποιος• πως όταν ένας άνθρωπος φεύγει ρωτάμε πως πέθανε κι όχι πως έζησε. Λάθος, αυτό πρέπει να σκεφτούμε. Γιατί ο τρόπος ζωής μπορεί να γίνει ένα φωτεινό παράδειγμα για όσους μένουν πίσω κι έτσι εκείνος που χάνεται εξακολουθεί να ζει μαζί τους».
Με τα χέρια τους να «παίζουν» ζωηρά πάνω στο τραπέζι, ανάμεσα σε τσιγάρα και πρωινούς καφέδες, και τα χρυσά δαχτυλίδια να περιγράφουν την δική τους σχέση, αναρωτιέσαι γιατί μια τέτοια παράσταση χρειαζόταν αυτόν τον τίτλο. Γιατί, σου λένε, τα χέρια των ανθρώπων είναι μια δήλωση για τη ζωή τους.