Βασίλης Κουκαλάνι: Τα παιδιά είναι η πιο καταπιεσμένη τάξη ανθρώπων στην κοινωνία μας
Ο Ελληνο-Ιρανός σκηνοθέτης και ηθοποιός πρόσθεσε στον θεατρικό χάρτη της Αθήνας ένα διαφορετικό είδος παιδικού και νεανικού θεάτρου, που χαρακτηρίζεται από έντονα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα. Τόσο το «Μια γιορτή στου Νουριάν» όσο και το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης» αλλά και το πρόσφατο «Είστε και Φαίνεστε» που βασίζονται σε κείμενα του του Φόλκερ Λούντβιγκ βρήκαν τεράστια απήχηση στο κοινό.Ο Βασίλης Κουκαλάνι μάς εξηγεί τί είναι το χειραφετημένο παιδικό θέατρο που υπηρετεί μαζί με τη θεατρική ομάδα «Συντεχνία του Γέλιου».
Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο θέατρο για παιδιά;
Το ότι σου δείχνει πώς η ανυπακοή και η αυθάδεια έχουν μεγάλη πλάκα!
Για μένα το θέατρο για παιδιά είναι ένας τρόπος η τέχνη να γίνεται συμμέτοχη στην άμεση κοινωνική πραγματικότητα και στο προοδευτικό ρεύμα των ιδεών. Το θέατρο μπορεί και οφείλει να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κοινωνία. Να δείχνει την αλήθεια του κόσμου με τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις και τα καθημερινά προβλήματα και ευτράπελά του, να τα σχολιάζει και να αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που τα προκαλούν και να τα κάνει όλα αυτά με έναν έντονα διασκεδαστικό και ψυχαγωγικό τρόπο.
Πιστεύω λοιπόν πως τα παιδιά είναι η πιο καταπιεσμένη τάξη ανθρώπων στην κοινωνία μας. Η παιδεία που τους παραδίδεται είναι φτωχή, κομφορμιστική και ανταγωνιστική, δεν περιέχει φαντασία, συν-δημιουργία και δεν μαθαίνουν να σκέφτονται. Τα παιδιά αντιμετωπίζονται σαν μικρά ανεγκέφαλα ανθρωπάρια χωρίς βούληση και δημιουργική σκέψη, και σαν καραβάνια καταναλωτών απόλυτα εκτεθειμένα στις διαθέσεις της αγοράς και των trends.
Το θέατρο που κάνουμε με τη Συντεχνία του Γέλιου θέτει τα ίδια τα παιδιά στο κέντρο των γεγονότων της ζωής τους.
Το θέατρο λοιπόν που κάνουμε τα τελευταία χρόνια με τη Συντεχνία του Γέλιου θέτει τα ίδια τα παιδιά στο κέντρο των γεγονότων της ζωής τους. Τα ίδια έρχονται να δώσουν λύσεις ακόμα και στα πιο σύνθετα προβλήματα, όπου οι ενήλικες πέφτουν σε μόνιμα αδιέξοδα. Τα παιδιά βλέπουν τον εαυτό τους επάνω στη σκηνή με τα προβλήματά τους, τους θυμούς τους και τις επιθυμίες τους, τους θριάμβους τους, τις χαρές και την ανυπακοή τους. Θεωρώ ότι τα παιδιά έχουν μια αυθόρμητη αίσθηση της δικαιοσύνης, της λογικής, της διασκέδασης με έναν πολύ αυθεντικό τρόπο. Και τα έργα του Φόλκερ είναι κατά πολύ βασισμένα σ’ αυτό: πώς ξεπερνούμε τον παραλογισμό του ρατσισμού λόγου χάρη, και της προκατάληψης, ή του αυταρχισμού στην καθημερινότητα; Τα υπερνικάμε με ζεστή καρδιά, γελοιοποιώντας τους ισχυρούς και περιγελώντας την εξουσία, με την έμφυτη αίσθηση δικαιοσύνης, με ευφυΐα και αλληλεγγύη. Αυτά είναι γνωρίσματα που τα παιδιά έχουν ήδη και τους βγαίνουν αυθόρμητα.
Ποιος είναι λοιπόν ο σωστός τρόπος να «μιλήσεις» στα παιδιά μέσα από ένα θεατρικό έργο;
Πιστεύω ότι πρέπει να τα υπολογίσεις σαν ίσους, να συνηγορήσεις μαζί τους έμπρακτα και να δεις τα πράγματα από τη δική τους σκοπιά. Στα παιδιά δεν μπορείς να πεις ψέματα, θα σε σταυρώσουνε… δεν υπακούνε στον καθωσπρεπισμό και την συμβατική θεατρική σχέση σκηνής και πλατείας… αλλά τόσο δα αλήθεια να τους δώσεις, λίγο να τα λογαριάσεις σαν ίσους, έρχονται μαζί σου όπου κι αν τα πας. Σε τέτοιες συνθήκες γεννιέται η «διαδραστική γιορτή», την οποία είχε οραματιστεί ο Αουγκούστο Μποάλ και αναφέρει ο Πήτερ Μπρούκ, είναι σχεδόν σαν ποδοσφαιρικός αγώνας: Η αγωνία στα ύψη, το κοινό γελάει και τρέμει, ενθαρρύνει, επευφημεί και ζητωκραυγάζει. Έχουμε την τύχη αυτό να το βιώνουμε και στις τρεις μας παραστάσεις.
Επίσης είναι σημαντικό να είναι κυρίαρχες οι αστείες καταστάσεις. Καταστάσεις μέσα από την καθημερινότητα μας που προκαλούν γέλιο, αναφέρομαι σ’ ένα πηγαίο, οργανικό γέλιο, όταν αναγνωρίζεις στη σκηνική δράση μια δική σου συνθήκη, όταν συναισθάνεσαι έναν άνθρωπο και δεν βλέπεις απλά κάποιους ηθοποιούς να ‘παίζουν’.
Ανεβάζετε ξανά ένα έργο του Φόλκερ Λούντβιγκ. Τι ξεχωριστό βρίσκετε στα κείμενά του;
Τα κείμενα του Φόλκερ Λούντβιχ είναι πάνω απ’ όλα χρήσιμα, είναι δηλαδή εργαλεία που των οποίων το αποτέλεσμα μετριέται πραγματικά στον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση του κοινού. Τα έργα του Φόλκερ Λούντβιχ και όλη η παράδοση του θεάτρου Grips του Βερολίνου εγείρουν την κοινωνική φαντασία με ψυχαγωγικές, ρεαλιστικές ιστορίες που προσδιορίζονται από τη σχέση τους με την καθημερινότητα με τις οποίες τα παιδιά μπορούν να ταυτιστούν άμεσα και να αναγνωρίσουν το οικείο τους περιβάλλον. Είναι ένα θέατρο για παιδιά κάθε ηλικίας που διαφέρει από τα πολλά ηθικοπλαστικά, «Χριστουγεννιάτικης υφής» και εύκολου συναισθηματισμού παραμύθια, που κυριαρχούν στο κατεστημένο του παιδικού θεάτρου.
Η ομάδα μας η Συντεχνία του Γέλιου ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2011 με την παράσταση “Μια Γιορτή στου Νουριάν”, και το θέμα του ρατσισμού και της πολιτισμικής συμφιλίωσης, προτείνοντας ένα νέο χειραφετημένο και κοινωνικό θέατρο για παιδιά και νέους. Η δεύτερη παράσταση μας είναι το “Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και ο Κλεομένης” και το αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών στο παιχνίδι και την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Το καινούργιο μας έργο «Είστε και Φαίνεστε» προσπαθεί με υπεύθυνο τρόπο να ερευνήσει τα αίτια και τις συγκυρίες μου γεννάνε την σχολική κακοποίηση και εκφοβισμό. (Bullying). Νομίζω διαφαίνεται καθαρά μέσα από τις θεματολογίες των έργων ότι πρόκειται για ένα θέατρο που αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των παιδιών.
Πώς θα περιγράφατε τον εαυτό σας ως δημιουργό;
Πραγματικά δεν θα ήξερα πώς να με χαρακτηρίσω. Ηθοποιός είμαι αν και μέσα από την εμπειρία μου τα τελευταία χρόνια μέσα από το παιδικό θέατρο και την οργάνωση του έχω έρθει σε επαφή και έχει χρειαστεί να οικειοποιηθώ διάφορες ιδιότητες και αρμοδιότητες που συνδέονται με την πραγματοποίηση ενός έργου και μιας ευρύτερης συνεργασίας.
Η ελπίδα της τέχνης είναι να πάρει σαφή θέση με υπεύθυνο και προκλητικό τρόπο.
Τι άλλο ζείτε με την ίδια ένταση, εκτός από την ενασχόληση με το θέατρο;
Με τον κίνδυνο να παραφανώ σοβαρός θέλω να πω πως κάτι άλλο που με απασχολεί είναι το πώς η τέχνες κυρίως οι παραστατικές μπορούν να γίνουν πιο παρεμβατικές κοινωνικά και αντιληπτές κρίση είναι ίσως μια μεγάλη ευκαιρία για την τέχνη, ώστε να πάρει καθαρή θέση πια σε απόλυτη συνάρτηση με την κοινωνία. Οι «πολυτελείς» αναζητήσεις, είτε στο υπαρξιακό επίπεδο μιας πλαδαρής αστικής κοινωνίας, είτε στην ανίχνευση της φόρμας ερήμην των καίριων θεμάτων που μπορεί να μας απασχολούν μοιάζουν αχρείαστες αυτή τη στιγμή. Η ελπίδα της τέχνης είναι να πάρει σαφή θέση με υπεύθυνο και προκλητικό τρόπο. Εννοώ θέση με τον τρόπο που το εννοούσε ο Μπρεχτ, που έλεγε όχι απλώς ότι το θέατρο οφείλει να παίρνει θέση, αλλά και ότι αυτό δεν είναι μάταιο, αφού ο κόσμος όχι απλώς πρέπει αλλά και δύναται να αλλάξει. Το θέατρο πρέπει να αναπαριστά όχι μόνο τον υπάρχοντα κόσμο, αλλά και την προοπτική αλλαγής του.
Ποια είναι η πιο μεγάλη αγωνία που έχετε βιώνοντας την αθηναϊκή καθημερινότητα;
Σαν «καλλιτέχνης» πάντα πιστεύω ότι η ποίηση είναι στους δρόμους… εννοώ της Αθήνας, της Αθήνας των Μνημονίων, σήμερα… αυτό που μπορεί να μου προκαλεί κάποια αγωνία είναι πια η απόλυτη έλλειψη ουσιαστικής προοπτικής στην πόλη μας, στη χώρα αυτή τέλος πάντων. Τα ακραία και αντιφατικά γεγονότα του καλοκαιριού πιστεύω έχουν αφαιρέσει πια κάθε πίστη οποιουδήποτε ότι μπορεί πια με κάποιο τρόπο να διεκδικήσει ή να επηρεάσει την ίδια του τη μοίρα σ’ αυτόν τον τόπο. Έχει επέλθει μια αίσθηση ματαιότητας και ίσως και συλλογικής κατάθλιψης και φόβου στον κόσμο, μου θυμίζει λίγο τον πρώτο χειμώνα της κρίσης ’10 – ΄11. Αυτό – ακρωτηριασμένη πίστη στον κόσμο- αυτό λιγάκι με φοβίζει.
Με φοβίζει η ακρωτηριασμένη πίστη στον κόσμο
Αν αύριο μετακομίζατε σε μια άλλη πόλη της Ευρώπης ή του κόσμου ποια θα επιλέγατε; Φαινομενικά το Βερολίνο είναι η πόλη στην οποία διατηρώ δεσμούς, φιλίες και συνεργασίες αλλά αφού μου επιτρέπετε να διαλέξω λέω να βάλω κάτι πιο εξωτικό, ίσως το Ρίο Ντε Τζανέϊρο, την πόλη του Μεξικού ή ακόμα και την Κόστα Ρίκα… κάπου μακριά – στην Ταγγέρη στην Ταϊτή στον Παναμά – όπως στο σινεμά…
Μια φιλοδοξία σας που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας.
Ταξίδια πολλά, ξανά και ξανά.