Joy
Τρίτη και φαρμακερή για τον Russell και τη μαγική υποκριτική τριπλέτα του (Lawrence, De Niro, Cooper), καθώς το «Joy» δεν φτάνει στην αξία των δύο προηγούμενων «Οδηγών» του!
H Joy Mangano (Jennifer Lawrence) είναι μια χωρισμένη μητέρα δύο παιδιών που ψάχνει να βρει τον τρόπο για να αλλάξει προς το καλύτερο τη ζωή της. Καθώς διαθέτει την εφευρετικότητα και τη θέληση να στήσει τη δική της επιχείρηση στο κομμάτι των οικιακών βοηθημάτων (θεωρεί ότι η πρωτοποριακή σφουγγαρίστρα της μπορεί να κάνει θραύση στις νοικοκυρές), αποφασίζει να πραγματοποιήσει τα πρώτα διστακτικά επαγγελματικά βήματα της αλλά η οικογένεια της – με εξαίρεση τον πρώην σύζυγό της (Edgar Ramirez)! – την αποθαρρύνει διαρκώς. Εκείνη όμως δεν το βάζει κάτω και αρπάζει την ευκαιρία που της δίνεται με τη μορφή της προώθησης της επαναστατικής σφουγγαρίστρας της μέσω ενός καναλιού telemarketing!
Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κάποιος τη βασισμένη σε αληθινά γεγονότα ιστορία της βασίλισσας του τηλεμάρκετινγκ και των οικιακών σκευών Joy Magnano. Κι όχι μόνο λόγω των τεσσάρων γενεών της οικογένειας της (από τη στοργική γιαγιά έως τη στωική μικρή κόρη της) που στέκουν ισάξια απέναντι στην πλοκή διεκδικώντας ίσο μερίδιο στην εξέλιξη της. H δυσκολία εντοπίζεται αλλού. Πώς να δείξεις τη μετάβαση από το οικογενειακό μοντέλο της πατριαρχικής φάμπρικας σε εκείνο της μητριαρχικής δυναστείας, με όρους που κάνουν σκόνη το περίφημο «αμερικανικό όνειρο»; Προφανώς οι ίδιοι λόγοι έκαναν ακόμη και τον David O. Russell να χάσει το μαγικό σκηνοθετικό άγγιγμα που διέθετε σε όλες τις προηγούμενες δουλειές του και ειδικά στα εξαίσια φιλμ «Οδηγός αισιοδοξίας» και «Οδηγός διαπλοκής» που είχαν προταθεί συνολικά για 18 Όσκαρ!
Εδώ το ποιο σίγουρο στοίχημα δείχνει να είναι η ερμηνεία (ξανά) της Lawrence που προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία της κωμωδίας, αναδεικνύεται σε απόλυτη κυρίαρχο της ταινίας. Κατά τα άλλα το «Joy» έχει αρκετά προβλήματα. Κυριότερο όλων η έλλειψη ρυθμού, ομοιογένειας (ξεκινά σαν ανάλαφρη κομεντί και καταλήγει ως βαρύ κι ασήκωτο δράμα) και συνοχής. Εκεί που ο Russell «κένταγε» στο παρελθόν, φτιάχνοντας ρεαλιστικούς χαρακτήρες, σπιρτόζικους διαλόγους και εντόπιζε την ποίηση της καθημερινότητας στα πιο απίθανα σημεία (ακόμη και στο άγαρμπο χορό δύο απροσάρμοστων εραστών), τώρα πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Το “Joy” είναι μια άγαρμπη προσπάθεια αποδόμησης του αμερικανικού ονείρου, με βαρύγδουπες δηλώσεις («το χρήμα κι η οικογένεια πάνω από όλα»), ελάχιστη πειστικότητα σε πρόσωπα και καταστάσεις, προβλέψιμο μελό κι αγιοποίηση της ηρωίδας εν μέσω ηθικοπλαστικών μηνυμάτων. Ο σκηνοθέτης μοιάζει σαν να έπεσε θύμα μιας υπέρμετρης φιλοδοξίας που δεν είχε πριν. Στην ανάγκη του να γράψει μια επική ταινία, ένα μεγαλύτερο φιλμ από όσα είχε κάνει ως τώρα, το μόνο που πέτυχε είναι να «πνίξει» την ταινία του σε ένα αδέξιο οικογενειακό μελό, ένα αφηγηματικό χάος που δεν καθαρίζει ούτε με τη μαγική σφουγγαρίστρα της Joy!
Κωνσταντίνος Καϊμάκης