Το Ελληνικό Σινεμά το 2015: H χρονιά του Αστακού!
Ξεχωρίζουμε τις 10 κορυφαίες κινηματογραφικές στιγμές που χαρακτηρίζουν τη χρονιά που μας αφήνει.
Ήταν η χρονιά του «Αστακού», του Παπακαλιάτη, και των τελευταίων (;) αναλαμπών του «Greek weird cinema» καθώς το 2015 παγιώθηκε η καχυποψία του έλληνα θεατή απέναντι στις «παράξενες» ταινίες του νέου κύματος.
Το 2015 ίσως αποτελέσει μια χρονιά σταθμό για την πορεία του νέου ελληνικού κινηματογράφου που γεννήθηκε μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Εκτός από την αναμενόμενη – λόγω της προηγούμενης επιφυλακτικής στάσης του κοινού απέναντι στα διεθνώς πετυχημένα (ελέω φεστιβάλ) «weird» ελληνικά φιλμ- αδιαφορία, φέτος παρατηρήθηκε και κάτι καινούργιο.
Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια παίχτηκαν ελληνικές ταινίες, οι οποίες διέθεταν ένα στοιχειώδες εμπορικό προφίλ, σε άδειες αίθουσες.
Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια παίχτηκαν ελληνικές ταινίες, οι οποίες διέθεταν ένα στοιχειώδες εμπορικό προφίλ, σε άδειες αίθουσες. Ταυτόχρονα οι «αρπαχτές» του πρόσφατου παρελθόντος με την παραγωγή άθλιων κωμωδιών (συνήθως ριμέικ παλιών επιτυχιών) δεν είχαν το αποτέλεσμα που επιδίωκαν οι δημιουργοί τους. Η κρίση, η πειρατεία, τα πολιτικά γεγονότα και άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, επιστρατεύτηκαν ως βασικά αίτια της προαναφερθείσας κατάστασης. Πρόκειται για μισές αλήθειες καθώς η πειρατεία πλήττει κυρίως τις μεγάλες χολιγουντιανικές ταινίες (οι περισσότεροι σινεφίλ ως συνειδητοποιημένοι θεατές απολαμβάνουν τις ταινίες στο φυσικό χώρο τους, την αίθουσα δηλαδή), ενώ η κρίση έχει γίνει πλέον συνήθεια.
Επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι παρότι πολλές αίθουσες προσφέρουν ελκυστικές προσφορές για να απολαύσει κάποιος μια ταινία στη μεγάλη αίθουσα- μεσοβδόμαδα μπορεί να αγοράσει κάποιος 2 εισιτήρια στην τιμή του ενός ή ακόμη και σε χαμηλότερες τιμές- ο έλληνας θεατής διστάζει ακόμη να πάει να δει μια ελληνική ταινία. Το αποτέλεσμα είναι η ελληνική ταινία μέσα στο 2015 να δοκιμάζεται πιο πολύ από ποτέ, με την επιτυχία του «Ένας άλλος κόσμος» να λειτουργεί περισσότερο σαν βάλσαμο παρά ως γιατρειά. Μέσα σε αυτό το θολό «τοπίο στην ομίχλη», επιχειρήσαμε να ανιχνεύσουμε τα θετικά και αρνητικά σημάδια μιας χρονιάς που αν μη τι άλλο είχε ενδιαφέροντα πράγματα να μας πει…
Τα «καλά» νέα
“Αστακός”
- Ένας πεντανόστιμος Αστακός. Δύσκολα εντοπίζεται κάποιο φιλμ ή γεγονός ανώτερο της ανυπέρβλητης παρουσίας του «Αστακού», ο οποίος ακόμη κι αν δεν είναι 100%… ελληνικός, διαθέτει στα πιο ελκυστικά σημεία του ελληνική… ούγια. Αυτή δεν είναι άλλη από την υπογραφή του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου στο σενάριο το οποίο προσφάτως βραβεύτηκε ως το κορυφαίο στην Ευρώπη για το 2015 από την Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου. Μια πρωτότυπη ιδέα – η εναλλακτική ιστορία αγάπης που διαβάζεται με δεκάδες τρόπους: από ένα χρονικό επιβίωσης έως μια αλληγορία ματιά σε μια δυστοπική κοινωνία- κι ένα αλάνθαστο σκηνοθετικό στυλ, συναντούν την ιδανική αποτύπωση τους στο εκλεκτό πρωταγωνιστικό καστ των Κάρελ, Βάις, Ράιλι, Σεϊντού, Παπούλια.
“Washingtonia”
- Το ξένο είναι πιο γλυκό. Η συνέχιση της σταθερής παρουσίας των ελληνικών ταινιών στα διεθνή φεστιβάλ. Αρκετές ταινίες προβλήθηκαν και βραβεύτηκαν στο εξωτερικό (βραβείο Επιτροπής ο «Αστακός» στις Κάνες και άλλα 2 -σεναρίου και ενδυματολόγίας- στα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου όπου το «Washingtonia» της Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη ήταν υποψήφιο για το κορυφαίο φιλμ μικρού μήκους, βραβεία καλύτερης ταινίας το «Chevalier» σε Λονδίνο και Σεράγεβο κ.α.) «νομιμοποιώντας» το θετικό image του νέου ελληνικού σινεμά στο εξωτερικό και την καθιέρωση του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη.
“Ένας άλλος κόσμος”
- Με τον τρόπο του Παπακαλιάτη. Το εμπορικό «αλάθητο» ένστικτο του Χριστόφορου Παπακαλιάτη επιβεβαιώθηκε με εκκοφαντικό τρόπο. Μετά την επιτυχία του «Αν» που κάποιοι βιάστηκαν να την υποβιβάσουν ως τυχαίο γεγονός, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης και σεναριογράφος που ανδρώθηκε στην ιδιωτική τηλεόραση, έφτιαξε έναν «Άλλο κόσμο» που σάρωσε στα ταμεία κόβοντας περισσότερα από 250.000 εισιτήρια στις 2 πρώτες βδομάδες κυκλοφορίας του, βάζοντας πλώρη για την κορυφή του φετινού box office.
“Χαίρε Αρκαδία”
- Ντοκιμαντερίστες και μικρομηκάδες. Τον περασμένο Μάρτη στο 17ο φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης, σχεδόν 60 ελληνικές ταινίες συναγωνίστηκαν επάξια τους διεθνείς συναδέλφους τους σε ένα δυνατό μενού που εκτός των άλλων περιελάμβανε και την επιστροφή του Φίλιππου Κουτσαφτή («Χαίρε Αρκαδία») 15 χρόνια μετά την «Αγέλαστο πέτρα». Στην αντίστοιχη γιορτή των μικρομηκάδων στη Δράμα (38ο φεστιβάλ ελληνικών ταινιών και 21ο διεθνές) 41 νέοι στην πλειοψηφία τους σκηνοθέτες επιβεβαίωσαν το υψηλό επίπεδο της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής με κάποιους ταλαντούχους σκηνοθέτες (Γ. Τζάφκας, Ν. Κολοβός), να ανοίγουν ήδη τα φτερά τους στην προοπτικής μιας διεθνούς καριέρας.
Ευθύμης Φιλίππου, Γιώργος Λάνθιμος
- Η πένα του Φιλίππου. Αν ο Λάνθιμος και η Τσαγγάρη βρίσκονται δικαιωματικά σε ρόλους πατρός και μητρός του «Greek Weird Wave», τότε ο Ευθύμης Φιλίππου κατέχει τη θέση του αγίου… πνεύματος. Τα σενάρια του σφύζουν από πρωτοτυπία, φρέσκες ιδέες και ένα υπόγειο, βιτριολικό χιούμορ που κάνει σκόνη κάθε σοβαροφάνεια. Μόνιμος σχεδόν συνεργάτης των προαναφερθέντων σκηνοθετών, με σταθερή συγγραφική, δημοσιογραφική και θεατρική παρουσία, ο 38χρονος Φιλίππου έχει διακριθεί σχεδόν σε ότι έχει κάνει: οι συνεργασίες του με τον Λάνθιμο με τον οποίο συνυπογράφει το σενάριο έχουν 100& επιτυχία (ο «Κυνόδοντας» έφτασε μέχρι τα Όσκαρ, οι «Άλπεις» κέρδισαν το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ της Βενετίας και η πρωτοφανής επιτυχία του «Αστακού» συνεχίζεται), ενώ έχει παρουσία σε ακόμη δύο ταινίες («Chevalier» και «L» του Μπάμπη Μακρίδη) μέχρι τώρα.
Δάφνη Πατακιά
- Νέα ταλέντα ανατέλλουν. Πρόσφατα η νεαρή ηθοποιός Δάφνη Πατακιά που πρωταγωνιστεί στη νέα ταινία του Κωνσταντίνου Γιάνναρη «Το ξύπνημα της άνοιξης», προτάθηκε μαζί με άλλους εννέα νέους ηθοποιούς για το βραβείο “Shooting Star” που δίνεται στα νέα ταλέντα του ευρωπαϊκού σινεμά από το δίκτυο προώθησης του ευρωπαϊκού κινηματόγραφου European Film Promotion. Η απονομή θα γίνει στο 66ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου (11 έως 21 Φεβρουαρίου 2016). Η Πατακιά κρατάει κι ένα μικρότερο ρόλο στην τελευταία δουλειά του Γιώργου Ζώη, ενός πολλά υποσχόμενου νέου σκηνοθέτη με σημαντική πορεία ως μικρομηκάς ( οι «Τίτλοι τέλους» είχαν κερδίσει το πρώτο βραβείο στη Βενετία το 2012), ο οποίος είδε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Interruption», να συμμετέχει στο επίσημο τμήμα «Ορίζοντες» του φεστιβάλ Βενετίας 2015. Απαρατήρητη φυσικά δεν περνάει και η περίπτωση της ταλαντούχου Κωνσταντίνας Κοτζαμάνη, που επίσης βλέπει την επιτυχία της νέας μικρού μήκους ταινίας της «Yellow Fieber» να κινείται στα ίδια επίπεδα με εκείνη της «Washingtonia». Στα ανερχόμενα ταλέντα τοποθετούμε ακόμη και το σκηνοθέτη Δημήτρη Τζέτζα. Παρότι η ταινία του «The republic», ένα στυλιζαρισμένο πολιτικό θρίλερ με αυτοσαρκασμό και σκηνοθετικές αρετές, δεν είχε επιτυχία στα ταμεία, ο Τζέτζας έχει το ταλέντο αλλά και την εμπειρία (δουλεύει εδώ και μια δεκαετία σε παραγωγές της Disney με την ομάδα του Τζέρι Μπρουκχάιμερ) για να ξεχωρίσει στο μέλλον.
Τα «κακά» νέα
“Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης”
- Η αδιαφορία του κοινού. Οι έλληνες θεατές γύρισαν την πλάτη τους σε ταινίες που μέχρι πρόσφατα μπορεί να «έκοβαν» εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια. Με το άλλοθι της ανάλαφρης κωμωδίας και μια αίσθηση αρπαχτής, οι ταινίες αυτές- αρκετές από αυτές δεν προβλήθηκαν στους κριτικούς για την αποφυγή των δυσμενών κριτικών – δεν κατάφεραν να πείσουν το «κοινό» τους ότι αξίζουν να της (ξανα)τιμήσουν. Μαζί με τα ξερά όμως κάηκαν και τα χλωρά. Κωμωδίες όπως το «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός», το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» ή το «Amore mio» δεν κατάφεραν να άγγιξουν την οριακή βάση των 100.000 εισιτηρίων (κινήθηκαν γύρω στα 40-60 χιλιάδες εισιτήρια) και βάζουν υπό σκέψη το πρότζεκτ «ριμέικ κλασικής ελληνικής κωμωδίας των 60ς». Στον Καιάδα όμως οδηγήθηκαν και ταινίες με διεθνείς διακρίσεις ή θετικές κριτικές που άξιζαν καλύτερης εμπορικής τύχης. Όπως παλιότερα το «Μικρό ψάρι», το «Xenia» αρκετές ελληνικές ταινίες που είχαν το κατάλληλο… βιογραφικό για μια αξιοπρεπή πορεία στα ταμεία, δεν τα κατάφεραν. Το εξαιρετικό «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα επειδή προφανώς δεν έπεισε το κοινό για τις νουάρ επιδόσεις του.
Ουζερί Τσιτσάνης
- Η πικρή γεύση του «Ουζερί Τσιτσάνης». Θεωρητικά ήταν η ταινία που μπορούσε να ξαναφέρει το ελληνικό κοινό στην αίθουσα αλλά δεν τα κατάφερε. Με ένα μουδιασμένο ξεκίνημα (σε 114 αίθουσες το πρώτο τετραήμερο προσέλκυσε μόλις 30.000 θεατές), γλίτωσε τα χειρότερα καθώς η αναμενόμενη πτώση της συνέχειας δεν ήταν καταστροφική, με την ταινία να αγγίζει τελικά τα 100.000 εισιτήρια παρότι οι προδιαγραφές της (ελληνικότητα, αισθηματικό δράμα εποχής, αίσθηση μεγάλης παραγωγής, το όνομα του Τσιτσάνη, το best seller του Σκαμπαρδώνη) ήταν για πολλά περισσότερα. Τι έφταιξε; Πολλά από λίγο. Ο λάθος σχεδιασμός σε επίπεδο παραγωγής (οι ίδιοι κομπάρσοι σε δεκάδες σεκάνς που κάνουν μπαμ, κάποιες ψεύτικες σκηνές), η αδυναμία του σκηνοθέτη να «αφήσει» πίσω το τηλεοπτικό παρελθόν του (παράδειγμα το κοφτό, νευρικό μοντάζ που δεν άφηνε την αφήγηση να ανασάνει), οι αρνητικές κριτικές, το δύσκολο σαββατοκύριακο της εξόδου της ταινίας που συνέπεσε με την επέτειο από το χαμό του Αλέξη Γρηγορόπουλου, κ.ο.κ.
“Chevalier”
- Ένας άστοχος «Ιππότης». Το «Chevalier» της Αθηνάς Τσαγγάρη ήρθε μετά βαίων και κλάδων στις ελληνικές αίθουσες μετά από σημαντική καριέρα στα φεστιβάλ της Ευρώπης (Σεράγεβο. Λονδίνο, Λοκάρνο) αλλά δεν κατάφερε να προσελκύσει πάνω από 6-7.000 θεατές. Ο λόγος είναι πως δεν είχε ξεκάθαρη ταυτότητα. Παρά τις θετικές σε γενικές γραμμές κριτικές και το ελκυστικό καστ (με προεξάρχοντα το δημοφιλή Σάκη Ρουβά) η ταινία έδειξε αδυναμία στο να περάσει στη συνείδηση του κοινού επειδή δεν ήταν ξεκάθαρο πού ανήκει. Στο ελάχιστα δημοφιλές για τον έλληνα θεατή Greek Weird Wave (ο βαφτιστικός όρος από το προ εξαετίας άρθρο του Στιβ Ρόουζ στον «Guardian» με αφορμή το «Attenberg», την προηγούμενη ταινία της Τσαγγάρη) ή στην mainstream κωμωδία;
Τετάρτη 04.45
- Μια δυσλειτουργική σχέση: έλληνας σκηνοθέτης και σινεμά των ειδών. Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο οι έλληνες σκηνοθέτες δεν θέλουν τα φιλμ που φτιάχνουν να ανήκουν σε συγκεκριμένα κινηματογραφικά είδη. Με εξαίρεση τον Αλέξη Αλεξίου που δήλωσε ότι το «Τετάρτη 04.45» είναι ένα φιλμ που υπακούει στους νόμους του νουάρ, οι περισσότεροι έλληνες σκηνοθέτες στρέφουν αλλού το βλέμμα τους όταν κάποιος «κατηγοριοποιεί» τα έργα τους, θεωρώντας ίσως, ότι μόνο ζημιά μπορεί να τους κάνει αυτό. Μπορεί και να έχουν δίκιο, καθώς οι φετινές απόπειρες για ένα σινεμά-είδους (τα «Τετάρτη 04.45», «Νορβηγία», «The republic», «Μαριονέτες») δεν στέφτηκαν με επιτυχία. Στη χώρα μας πάντως η κουλτούρα του σινεμά είδους ποτέ δεν άνθησε, οδηγώντας τους έλληνες σκηνοθέτες σταδιακά στην τυποποίηση και το μανιερισμό. Αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση Αγγελόπουλου που το σινεμά του ήταν πραγματικά μοναδικό κι αξεπέραστο αλλά η προσπάθεια αντιγραφής του, με τα γνωστά κακέκτυπα και τους άτολμους μιμητισμούς, οδήγησε το ελληνικό σινεμά στην αφόρητη εσωστρέφεια και αναπόφευκτα το κοινό του έξω από την αίθουσα. Αντιθέτως ένα ποικιλόμορφο και διαφορετικό σινεμά, με κινηματογραφική καθαρότητα και έντιμη ματιά, ίσως να καταφέρει να επανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης