Status Update: Ηρώ Μπέζου, ηθοποιός
Απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και ιδρυτικό μέλλος της πολλά υποσχόμενης θεατρικής ομάδας Kursk. Θεωρεί ότι είναι αναπόφευκτο να γοητευτείς από το θέατρο αν μεγαλώνεις κοντά σε ανθρώπους που το αγαπάνε.
Το θέατρο είναι η δουλειά μου. Απλώς τυχαίνει να είναι η καλύτερη δουλεια του κόσμου. Χωρίς να εννοώ ότι είναι εύκολη ή πάντα ευχάριστη. Πιστεύω ότι αν δεν μπορούσα να παίζω στο θέατρο θα ήμουνα δυστυχισμένη.
Εαν δεν μπορούσα να παίζω στο θέατρο θα ήμουνα δυστυχισμένη.
Πολύ δύσκολα δεν θα γοητευτείς από το θέατρο αν μεγαλώνεις μέσα σ’ αυτό και κοντά σε ανθρώπους που το αγαπάνε. Οι γονείς μου είχαν και την τύχη να ευτυχήσουν στην δουλειά τους, αλλά και να είναι θετικοί άνθρωποι γενικώς. Έτσι δεν αποθαρρύνθηκα από γκρίνιες και σιχτίρια για τη δυσκολία του επαγγέλματος, όπως παρατήρησα μεγαλώνοντας ότι συμβαίνει σε πολλά παιδιά καλλιτεχνικών οικογενειών.
Σε γενικές γραμμές έχω καταλήξει στο είδος θεάτρου που μ’ ενδιαφέρει να κάνω. Το τι δεν θέλω επίσης είναι πολύ καθαρό μέσα μου, αν και είμαι σίγουρη ότι το μέλλον μου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Έχω συνεργαστεί με υπέροχους ανθρώπους που εκτιμώ πολύ, αλλά οι περιπτώσεις όπου πραγματικά ένιωσα ότι συναντιέμαι με τον λόγο που έγινα ηθοποιός, με έναν σκοπό που ξεπερνά το θέατρο, ήταν η εμπειρία μου στην παιδική σκηνή του “Πορεία”, όπου κάποιες στιγμές έβρισκα πολύ βαθιά και ουσιαστική καλλιτεχνική ευτυχία- όχι μόνο λόγω του σπουδαίου αυτού κοινού, αλλά και των ανθρώπων με τους οποίους είχα την ευλογία να συνυπάρχω επί σκηνής- και η δουλειά με την ομάδα kursk.
Συνηθίζω να δουλεύω με φίλους αλλά δεν είναι η φιλία το θέμα. Η φιλία έρχεται μετά και διαρκώς δοκιμάζεται, όπως και η συνεργασία δοκιμάζεται. Δεν ήμασταν μια παρέα που πίναμε μπύρες και αποφασίσαμε να κάνουμε και μια παράσταση. Ακόμα και στην Σχολή όπου γνωριστήκαμε, δεν ήμασταν φίλοι, ούτε καν στο ίδιο έτος. Προσεγγιστήκαμε κάπως διαισθητικά, προσπαθήσαμε να ανακαλύψουμε πώς δουλεύει κανείς και γίναμε φίλοι μέσα από αυτήν την προσπάθεια. Επειδή οι σχέσεις βέβαια εξελίσσονται, ο αγώνας είναι το να μην επαναπαύεσαι και να μην έχεις τίποτα δεδομένο. Εύκολο, αν ο στόχος σου δεν αλλάζει. Ο σκοπός είναι ίδιος, η πίστη είναι κοινή και έτσι δεν κινδυνεύεις ούτε από τεμπελίκι ούτε από φιλοδοξία ούτε από “παρεϊτιδα”.
Το έργο στο οποίο συμμετέχω φέτος «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» του Ιάκωβου Καμπανέλλη αφορά μια οικογένεια, μαύρη και σάπια. Εάν το έργο δεν είχε τόσο χιούμορ δεν θα άντεχες να τους βλέπεις ούτε για 5 λεπτά. Φυσικά και δεν είναι ο κόσμος έτσι, μόνο εγωισμός, φιλοδοξία και ψέμα. Το ενδιαφέρον είναι πως η ανικανότητα των παιδιών αυτών τα ωθεί να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου. Ακόμα και οι πιο έξυπνοι και συνειδητοποιημένοι ήρωες του έργου είναι ευνουχισμένοι και απελπισμένοι. Ξεκινάνε με την αδυναμία και το κόμπλεξ του παιδιού ενός πατέρα καλύτερου απ’ αυτό.
Ο πατέρας είναι και το κάθε τι παλιό, το παρελθόν, η ιστορία που βαραίνει στις πλάτες μας, είναι ο αρχηγός που έχουμε ανάγκη να κουρνιάσουμε στην αγκαλιά του, έχουμε ανάγκη να τον βρίζουμε και να τον κατηγορούμε για όλα, ώστε ξέγνοιαστα, απαλλαγμένοι από την ευθύνη της ζωής μας να “υπάρξουμε”, όχι να ζήσουμε. Φυσικά, μιλάμε και για μια οικογένεια βαθύπλουτη, οπότε ο συμβολισμός γίνεται πιο ειδικός, ο πατέρας είναι ο καπιταλισμός, το κεφάλαιο κλπ. Νομίζω όμως ότι ειδικά για εμάς τους Έλληνες, η αγάπη για το χρήμα δεν είναι τόσο ισχυρή όσο η ανάγκη για έναν “μπαμπά”. Έναν κακό, γοητευτικό και παντοδύναμο μπαμπά που παίρνει αποφάσεις για μας και δεν θέλουμε να πεθάνει ποτέ.
Ο μεγαλύτερος φοβος μου είναι ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα που θα είναι ανήμπορη και αβοήθητη η οικογένειά μου. Και εγώ θα δυσκολεύομαι να τους στηρίξω.
Αυτήν την εποχή δεν βιώνω τόσο μεγάλη αγωνία, παρόλο που οι συνθήκες παρακαλάνε για το αντίθετο. Γενικά, κατά καιρούς έχω νιώσει φόβο για πολλά. Νομίζω ο μεγαλύτερος είναι ότι θα εξελιχθούν έτσι τα πράγματα που θα είναι ανήμπορη και αβοήθητη η οικογένειά μου. Και εγώ θα δυσκολεύομαι να τους στηρίξω. Φαντάζομαι αν είχα παιδιά θα φοβόμουν και γι’ αυτά και ίσως ακόμα περισσότερο.
Ονειρεύομαι να μπορώ να ζω από την δουλειά μου και κάποια μέρα να επιλέγω κιόλας τις δουλειές που θα συμμετέχω, να μπορώ να αρνηθώ κάτι αν δεν μου αρέσει. Επίσης θα ήθελα να έρθω σε επαφή περισσότερο με κλασσικά κείμενα, θεατρικά και μη, αλλά πάντα με ανθρώπους που να τους εμπιστεύομαι. Το ότι συμμετέχω στην παράσταση ” Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα” που θα ανέβει φέτος στην πειραματική (σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πανουριά) είναι μια εκπλήρωση αυτού του ονείρου.