Μαντάμα Μπαττερφλάι του Πουτσίνι στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει από 17 Ιανουαρίου και για έξι μόνο παραστάσεις, τη “Μαντάμα Μπαττερφλάι”, τη “γιαπωνέζικη τραγωδία” του Τζάκομο Πουτσίνι, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, σε μουσική διεύθυνση Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο – Ηλία Βουδούρη και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς του Νίκου Σ. Πετρόπουλου.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της. Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο το οποίο καταφέρνει να συγκινεί διαχρονικά και να προκαλεί έντονα συναισθήματα, ανάγοντας την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.
Η «γιαπωνέζικη τραγωδία», η οποία εξιστορεί το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φωτίζει μουσικά την αντιπαράθεση των δύο πολιτισμών, του ιαπωνικού και του δυτικού-αμερικάνικου.
“Tην νεαρή γκέισα “δεσποινίς Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικάνος Αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός φεύγοντας για την Αμερική της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμπτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά”. Με αυτή την αφήγηση της αδερφής του που έζησε στο Ναγκασάκι και αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο -Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημα του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.
Η Μπαττερφλάι δεν ξεφεύγει από την λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιπαραθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις. Έτσι η παρτιτούρα επιλέγει με μεγάλη προσοχή τον τρόπο που επενδύει την κάθε στιγμή. Οι επιρροές της ενορχήστρωσης από το μουσικό σύμπαν των Ντεμπυσσύ και Ραβέλ, τα ιδιαίτερα στοιχεία από την Ιαπωνική μουσική παράδοση, οι κλιμακώσεις, οι ποιότητες μουσικής δωματίου, αλλά και τα ξεσπάσματα με το σύνολο της ορχήστρας, δίνουν στην όπερα τον ξεχωριστό της σφυγμό, την ιδιαίτερή της ζωή. Ο βασικός χαρακτήρας, της Τσο-Τσο-Σαν σκιαγραφείται από τον Πουτσίνι με μεγάλη ευαισθησία και αναπτύσσεται αριστοτεχνικά έως το τέλος. Οι αρχικές σύντομες, αποσπασματικές και περιγραφικές πράξεις δηλώνουν ξεκάθαρα την αφελή παιδούλα, ο λυρισμός του ερωτικού ντουέτου αποκαλύπτει τρυφερά συναισθήματα, η νοσταλγία της ερωτευμένης γυναίκας επιτρέπει να υποψιαστεί κανείς το πάθος που θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος. Κάθε μια από τις μουσικές στάσεις κορυφώνει το δράμα, εξηγεί την ψυχολογία και δικαιολογεί τους χειρισμούς της Μπαττερφλάι.
Η ιστορία της Μαντάμα Μπαττερφλάι -του πιο αγαπημένου του έργου, όπως την χαρακτήρισε ο Πουτσίνι- η οποία σήμερα θεωρείται μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες παγκοσμίως, είναι περιπετειώδης και σχεδόν μυθιστορηματική. Από τις αποδοκιμασίες του κοινού και τις 20.000 λίρες με τις οποίες αποζημίωσε το Τεάτρο α λα Σκάλα ο Πουτσίνι για την παταγώδη αποτυχία, στην πρώτη πρεμιέρα στο Μιλάνο το 1904, έως την μεγάλη επιτυχία και τις 27 αυλαίες στην δεύτερη πρεμιέρα στην Μπρέσα μεσολάβησαν μόλις τρεις μήνες και αρκετές τροποποιήσεις στη σύνθεση και το λιμπρέτο. Η παγκόσμια επιτυχία επισφραγίστηκε με την ιδιαιτέρως επιτυχημένη πρεμιέρα στο Παρίσι, το 1906 με μια νεότερη βερσιόν του έργου στην οποία έγιναν εκτενείς περικοπές από το συνθέτη. Για το ελληνικό λυρικό θέατρο η Μαντάμα Μπαττερφλάι έχει ιστορική σημασία, μιας και είναι το πρώτο έργο που ανέβασε η νεοσυσταθείσα Εθνική Λυρική Σκηνή, το 1940. Λίγο νωρίτερα, το 1919 το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα περιέλαβε στο ρεπερτόριο το έργο αυτό.