Όταν συνάντησα τον David Bowie στον Τάφο του Ινδού
Δευτέρα πρωϊ σήμερα και σα να βρήκαν όλα την εξήγησή τους. Με τον πιο σκληρό και αποκρουστικό τρόπο. Θα μπορούσε να ήταν μια ακόμη μεταμόρφωση, ένα ch-ch-ch-changes. Δεν θα μπορούσε;Πηγή: www.mariamarkouli.com
Λίγες ώρες νωρίτερα, αργά το βράδυ της Κυριακής, ακούω προσεκτικά το Blackstar το καινούργιο του άλμπουμ. Έχω δει τα βίντεο και έχω εισπράξει αυτό το παγωμένο «μήνυμα» τυλιγμένο μέσα σε Τέχνη. Κάτι απροσδιόριστα ενοχλητικό. Μια ακίδα που μπαίνει μέσα στο δέρμα και πονάει-άκουσα το πρωί την είδηση και δεν την πίστεψα. Λογικό δεν ήταν;
Συγνώμη για τον δραματικό τόνο. Είναι αναπόφευκτο στις απώλειες «δικών» μας ανθρώπων. Ο Bowie ήταν πολύ δικός μας, «οικογένεια». Με τα τραγούδια του φτάσαμε ως εδώ, είναι τα διακριτικά μας όλα αυτά τα χρόνια. Κώδικες επικοινωνίας, δικές μας μεταμορφώσεις.
Θα σας πω μια ιστορία λοιπόν. Την ιστορία μου με τον David Bowie. Όταν τον συνάντησα στον Τάφο του Ινδού.
Εκείνη η απίστευτη μέρα, ήταν-Ιούλιος του ’96-που έπαιζαν στην Αθήνα ο Bowie, o Lou Reed, o Elvis Costello, οι Simply Red το απίστευτο line up του Rock in Athens Festival. Και εγώ είχα την εξής αποστολή: να πάρω συνεντεύξεις από όλους όσους συμμετείχαν για ένα ειδικό, τηλεοπτικό αφιέρωμα που θα γινόταν στο Φεστιβάλ- και που σήμερα πρέπει να βρίσκεται στα αρχεία του STAR Channel. Ισως δηλαδή κάποια στιγμή να το δούμε.
Έχω ήδη κάνει τη συνέντευξη με τον Lou Reed σε μια αίθουσα αποδυτηρίων του Παναθηναϊκού, έχει πάει πολύ καλά, απρόσμενα καλά, κρίνοντας από τη διάθεση του Lou που είχε στραβώσει νωρίτερα, και με μια κάποια αυτοπεποίθηση ετοιμάζομαι να συναντήσω τον Άνθρωπο που Έπεσε στη Γη.
Το συνεργείο στήνει τις κάμερες, όχι σε αποδυτήρια ή κάποια άλλη αίθουσα του γηπέδου, αλλά μέσα στον Τάφο του Ινδού-στο γήπεδο μπάσκετ δηλαδή, στην γωνία, λίγα μέτρα από το καλάθι. Όπου έχει μπει ένα τραπέζι, στρωμένο με πράσινη τσόχα αν θυμάμαι καλά και μάλλον έτσι θα είναι, αφού στους πράσινους ήταν που παίζαμε.
Και δεν αργεί. Ο Bowie εμφανίζεται μπροστά μου. Τον συνοδεύει η μάνατζερ του, που πολύ ευγενικά μας συστήνει (!) καθώς εκείνος ανεβάζει τον δείκτη ευγένειας και καλών τρόπων ακόμη πιο ψηλά και σπάει τον πάγο λέγοντας πως… όσο λίγο διάστημα βρίσκεται στην Ελλάδα του συμβαίνουν όμορφα πράγματα.
Πρέπει κάποια στιγμή να συνειδητοποίησα ότι δίπλα στην καρέκλα καθόταν και μιλούσε μαζί μου ο David Bowie και σίγουρα κάποια scary monsters και super creeps άγχους θα με έζωσαν χωρίς, ευτυχώς, να καταφέρουν να χαλάσουν το σκηνικό.
Εχω λοιπόν την εικόνα: Χαλαρός, με σταυρωμένο το ένα πόδι πάνω στο άλλο και άνετος σαν ήταν «γεννημένος» κάτω από μια μπασκέτα να μου μιλάει για «αλλαγές» και για τις προκλήσεις από κάθε τι καινούργιο. «Αν δεν ρισκάρεις, δεν κερδίζεις τίποτε για τον εαυτό σου, είσαι καταδικασμένος να επαναλαμβάνεσαι». Και εδώ που τα λέμε, αυτό ήταν που έκανε ακόμη μια φορά εκείνη την εποχή, με το άλμπουμ Outside και την συνεργασία του ξανά με τον Brian Eno.
Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνο το άλμπουμ του 1995 επικοινωνεί με έναν υπόγειο και δυσοίωνο τρόπο με την τελευταία του δουλειά. Σπαρμένα και τα δυο με goth αλά Bowie στοιχεία.
Θυμάμαι ότι σε όλη τη συνέντευξη ήταν ευδιάθετος και χαμογελούσε. Ο μεγαλύτερος σταρ των αντι-σταρ. Ένας ακόμη λόγος να νοιώθεις ότι εκπέμπει εξωγήινα μηνύματα.
Θυμάμαι ότι σε όλη τη συνέντευξη ήταν ευδιάθετος και χαμογελούσε. Ο μεγαλύτερος σταρ των αντι-σταρ. Ένας ακόμη λόγος να νοιώθεις ότι εκπέμπει εξωγήινα μηνύματα. Τhe little things! μου είχε πει, οι λεπτομέρειες της μεγάλης εικόνας, έχουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. «Μην νομίζεις ότι είναι τα λόγια ενός τρελού, αλλά παρατηρώ τα μικρά πράγματα», είπε κάτι σαν κι αυτό.
Πλησιάζοντας στο τέλος του 20ου αιώνα, τον ιντρίγκαρε να σκαλίσει την ιδέα, του τι περιμένει την ανθdboutsideρωπότητα στο κοντινό μέλλον, όταν πια όλα γύρω γκρεμίζονται και κυρίως η πίστη του ανθρώπου όχι μόνο σε κάποιο Υπέρτατο Ον αλλά στον ίδιο του τον εαυτό. Ασυνήθιστα πράγματα να κουβεντιάζεις σε γήπεδο μπάσκετ, αλλά έτσι έγινε.
Τον είχα ρωτήσει (το θυμάμαι καλά αυτό) με ποια από όλες τις προσωπικότητες που είχε εμπνευστεί στη μουσική του θα πρότεινε να έκανα παρέα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να μου έλεγε τον Nathan Adler, τον ‘πρωταγωνιστή’ του Outside τότε, αλλά όχι.
Γέλασε. Γέλασε αλλά δεν μου απάντησε. Είπε κάτι σαν… εξαρτάται από εμένα ποιον θα ήθελα να συναντήσω (και ελπίζω να υπάρχει on camera αυτό) γιατί ήδη πλησίαζε η μάνατζερ του-πολύ ευγενικά και πάλι-για να μας πει ότι ο Ντέιβιντ έπρεπε να ετοιμαστεί… Ηξερα και με τι κουστούμι θα εμφανιζόταν στη σκηνή. Το είχε περιγράψει. Ενθουσιαμένος με εκείνο το αραχνοϋφαντο μοναδικό σακάκι του Alexander McQueen και τα όσα συμβόλιζε στα μάτια του. Tου άξιζε κάθε ραφή, κάθε σκίσιμο, κάθε νότα. Όχι βέβαια πως δεν είχα και ιδέα γι’ αυτό.
Τον είχα δει λίγους μήνες νωρίτερα, το Νοέμβριο της προηγούμενης χρονιάς απο την εμφάνισή του, τη μοναδική στην Αθήνα, σε μια από τις συναυλίες της Outside περιοδείας του, στο Βirmingham. Ταξίδεψα με τρένο από το Λονδίνο όπου βρισκόμουν για κάποια άλλη αποστολή της εφημερίδας, γιατί πολύ απλά ένα live του Bowie δε χανόταν.
Η περιοδεία είχε ξεκινήσει με τους Nine Inch Nails σαν support band, αλλά το βρετανικό κομμάτι της συνεχιζόταν με τον Morrissey να ‘ανοίγει’ για τον BDavid-Bowie-Blackstarowie. Στο National Exhibition Center του Birmingham το παιχνίδι ήταν όλο κερδισμένο από Thin White Duke, με τον κόσμο να κρέμεται από κάθε συλλαβή του. Ο Morrissey έπαιζε , σαφώς, έξω από τα νερά του και, είχα την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να το κρύψει. Απόδειξη, ότι μόλις λίγο πιο κάτω στην περιοδεία, αποχώρησε με πρόφαση ασθένεια.
Ακούω το Blackstar προσεκτικά και πάλι. Νομίζω ότι όλα όσα έπρεπε να προσέξουμε βρίσκονταν εκεί από την πρώτη στιγμή. Μας τα είχε ψιθυρίσει. Όπως ακριβώς οι μάστορες της Τέχνης, που όλα τα μυστικά τους είναι περίτεχνα φανερά μυστικά.
«Look up here, I” m in Heaven»…