Γκουλτούρα Απόψε: Κόλχαας
Το έπος του Χάινριχ φον Κλάιστ, βουτηγμένος στο αίμα, τις μάχες και τις ανατροπές, σαν μονόλογος για έναν ηθοποιό καθηλωμένο επί μιάμιση ώρα πάνω σε μια καρέκλα; Κι όμως, συναρπαστικό!Πηγή: Gkoultoura.gr
Ο Μίχαελ Κόλχαας, έμπορος αλόγων βλέπει τα δυο καμάρια του, τα δυο μαύρα άλογα που συμβολίζουν στα μάτια του ό,τι υπέροχο υπάρχει στον κόσμο, να “απάγονται” στα πλαίσια μιας φάρσας των κακομαθημένων ισχυρών και να κακοποιούνται. Ανήμπορος να βρει το δίκιο του από την εξουσία της εποχής, αγανακτεί. Μετά από ένα δυσάρεστο ατύχημα, χάνει τα λογικά του και βυθισμένος σε μια ζάλη αποφασίζει να πάρει το δίκαιο στα χέρια του. Χωρίς να καταλάβει πως, καταλήγει η ηγετική φυσιογνωμία σε μια αιματηρή εξέγερση που θα βυθίσει ολόκληρη τη χώρα στο χάος.
Μόνο Κόλχαας
Ο Νίκος Αλεξίου, προσαρμόζοντας το μυθιστόρημα του Κλάιστ σε μονόλογο, επιλέγει να επικεντρωθεί αυστηρά και μόνο στον ίδιο τον Κόλχαας και στον «αντίζηλο» του στο τέλος, τον ανώνυμο «πρίγκηπα» της Σαξονίας. Στη θεατρική διασκευή του, εξαφανίζονται σχεδόν όλοι οι άλλοι χαρακτήρες, πέρα από τέσσερις βασικούς. Η αφήγηση είναι «υποκειμενική» πάνω στον Κόλχαας, τον Πρίγκηπα και ένα σύντομο, σπαρακτικό κομμάτι με τη γυναίκα του Κόλχαας.
Ο Αλεξίου μεταμορφώνεται διακριτικά αλλά ουσιαστικά για κάθε ρόλο, αναπαριστά ζωντανά τεράστιες μάχες, μυστηριώδεις συναλλαγές, ζωηρούς καλπασμούς, όλα χωρίς να σηκώνεται στιγμή από την καρέκλα που έχει στήσει πάνω σε ένα μαύρο ξύλινο βάθρο, σαν σέλα πάνω στα μαύρα άλογα για τα οποία ξεκίνησε αυτή η αιματηρή εξέγερση. Πρόκειται για ένα tour de force ερμηνείας και εναλλαγής συναισθημάτων, και μια δουλειά η οποία βλέπεις πως έχει ζυμωθεί και ραφιναριστεί μέσα από την πολύχρονη τριβή της, σε φοβερές λεπτομέρειες.
«Μα για δυο μόνο άλογα;»
Στην επιλογή των αποσπασμάτων που διατηρεί, ο Αλεξίου επικεντρώνεται στο να χτίσει τον κόσμο γύρω από τον Κόλχαας και μέσα του. Νιώθεις στο πετσί σου, σαν βελόνες με κλωστή που τραβάνε την καρδιά σου, πόσο σημαντικά είναι αυτά τα δύο άλογα, αυτή η αίσθηση δικαίου για τον ταπεινό εδώ Κόλχαας. Όχι λαμπερός ηγέτης, αλλά απλός περήφανος άνθρωπος που ψάχνει το δίκιο του, που βλέπει τα άλογα που είχε σαν απόλυτο ιδανικό να βασανίζονται με αποκρουστική λεπτομέρεια, την εξουσία να τον αγνοεί και τη γυναίκα του να χάνεται από μια άδικη μοίρα χωρίς φταίχτη.
Το δίκιο του τον πνίγει, αλλά και τον μπερδεύει. Η αφήγηση της εξέγερσης γίνεται με κύριο χαρακτηριστικό/άξονα τη σύγχυση του Κόλχαας. Δεν καταλαβαίνει πως μαζεύονται σταδιακά γύρω του πλήθος εξοργισμένου λαού και πως βρίσκεται ο ίδιος στη μπροστινή σειρά μιας ηχηρής, αιματηρής εξέγερσης που σκορπίζει θάνατο (φωτιά και σίδερο) σε πόλη μετά από πόλη από αθώους και ξεκινάει κύματα λεηλασίας. Όλα αυτά τα φονικά που γίνονται για αυτόν, χωρίς αυτόν, ουσιαστικά. Χωρίς να καταλαβαίνει πως και γιατί, απλά προχωρώντας εκεί που τον σπρώχνει το πλήθος, εκεί που τον έχουν ανάγκη σαν δικαιολογία. Αυτός ο Κόλχαας δεν είναι κύριος της μοίρας του, παρασύρεται, και παραμένει για τον θεατή περισσότερο αθώος, παρά το μεγαλύτερο χάος που αφήνει πίσω του.
Οι παραλληλισμοί με τα επεισόδια που ζούμε οι ίδιοι στη δική μας πόλη, με τις λεηλασίες και τους εμπρησμούς στο όνομα κάποιου άλλου ανθρώπου που έχασε το δίκιο του (και τη ζωή του) στην σκληρή και γελοία εξουσία, είναι εκεί, χωρίς να υπογραμμίζονται ή να ευτελίζονται. Είναι όμως αναπόφευκτες.
Ημέρες