Τάσος Μπουλμέτης: Η διαχείρηση της απώλειας είναι η μόνιμη θεματική μου
«Νοτιάς» ονομάζεται η νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη. Ο δημιουργός της «Πολίτικης κουζίνας» μιλάει στο Monopoli.gr και αναλύει τους λόγους που στο έργο αυτό έβαλε ακόμη περισσότερα πράγματα από την προσωπική του ιστορία και ζωή, με φόντο την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.
«Νοτιάς» ήταν εξ αρχής ο τίτλος του φιλμ;
Όχι. Αρχικά ήταν άλλος και σχετιζόταν με ένα εύρημα του σεναρίου που τελικά δεν μπήκε. «Όταν θυμώνει ο νοτιάς» ήταν ο πρώτος τίτλος αλλά η ανταπόκριση που είχα ήταν πώς δεν λειτουργούσε σωστά την ταινία. Κάναμε μια κουβέντα με τους συνεργάτες μου και αποφασίσαμε ότι ο «Νοτιάς» είναι καλύτερος τίτλος. Πέρα από μονολεκτικός είναι και αόριστος, ενώ επιπλέον δημιουργεί και μια αύρα μελαγχολίας. Κι ούτε καν «ο νοτιάς». «Νοτιάς» σκέτο.
Η εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία είναι μια εποχή, αυτή της Μεταπολίτευσης, που άρχισα να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει γύρω μου στην ελληνική κοινωνία.
Βλέποντας το φιλμ είχα την αίσθηση ότι το προσωπικό στοιχείο είναι έντονο σε κάθε πλάνο. Σχεδόν εξομολογητικό. Ο βιωματικός χαρακτήρας του σεναρίου, κάτι που ίσχυε και στην «Κουζίνα» ως ένα βαθμό, σας προβλημάτισε ως προς τον τρόπο που θα αφηγηθείτε την ιστορία;
Ισχύουν όλα αυτά που λέτε. Η εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία είναι μια εποχή, αυτή της Μεταπολίτευσης, που άρχισα να συνειδητοποιώ τι συμβαίνει γύρω μου στην ελληνική κοινωνία. Πέρασα 5 χρόνια, από το 1975 έως το 1980, που έφυγα στην Αμερική, όπου είχα δραστηριοποιηθεί με έμμεσο τρόπο αλλά αρκετά έντονα στα πολιτικά πράγματα της εποχής. Ήμουν φιλο-Ρηγάς αλλά στο Ρήγα δεν μπήκα ποτέ. Πάντως το πολιτικό σύστημα της εποχής δεν κατάφερε να με επηρεάσει με τον τρόπο που ήθελε – κι η απόδειξη ήταν πως δεν γράφτηκα ποτέ σε κάποια κομματική νεολαία- όμως κατάφερε κάτι πιο σημαντικό για μένα. Να με επηρεάσει μέσω της τέχνης. Είχα πάρει την απόφαση να γίνω κινηματογραφιστής. Στο θεατρικό τμήμα του πανεπιστημίου της Αθήνας γνώρισα τους πρώτους μέντορες μου που ήταν ο θεωρητικός του κινηματογράφου Σωτήρης Δημητρίου, ο σκηνοθέτης Θανάσης Ρεντζής κι ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Μάγκος. Αυτοί διαμόρφωσαν κατά κάποιο τρόπο κι ο καθένας στον τομέα του, την αφήγηση μου, μέσω της κουλτούρας που εισέπραξα και το γεγονός αυτό διευκόλυνε την τεχνική μου.
Η πολιτική σας βοήθησε καθόλου στην προσπάθεια να βρείτε τα εκφραστικά σας μέσα; Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που ο ήρωας από παρατηρητής που βρίσκεται σε κάποιες πολιτικές συνεδριάσεις, παρεμβαίνει με καίριο τρόπο.
Υπό την έννοια της ανταλλαγής απόψεων, του γόνιμου διαλόγου και της υπεράσπιστης ιδεολογιών σαφώς και η πολιτική της εποχής εκείνης με έχει επηρεάσει, αλλά και πάλι δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να ενταχθώ κάπου. Κοιτάξτε, εκείνη η εποχή διαμόρφωσε και τον χαρακτήρα μου. Είναι μια εποχή που συμβαίνουν μεγάλα πολιτικά γεγονότα. Επίσης είναι κρίσιμη για έναν έφηβο γύρω στα 18 με 20 (όπως ο ήρωας μου στο φιλμ) καθώς θα ολοκληρωθεί σχεδόν η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας που θα έχει στην υπόλοιπη ζωή του.
Για ποιο λόγο δεν θελήσατε να εμπλακείτε τότε περισσότερο ενεργά με την πολιτική;
Είχα άλλου είδους εσωτερικά ζητήματα. Δεν είχα απέχθεια για την πολιτικοποίηση, ειδικά εκείνης της εποχής, ούτε για την έντονη επιθετικότητα και το πως απέρριπτε ο ένας τις θέσεις του άλλου που βρίσκεται στο αντίπαλο στρατόπεδο. Μάλιστα αυτό το φαινόμενο με κάποιο τρόπο περνάει σε κάποια πλάνα του φιλμ υπό τη μορφή σαρκασμού. Εγώ όμως είδα την πολιτική αποκλειστικά μέσα από τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Η πρώτη φορά που πήρα μυρωδιά πως εδώ κάτι συμβαίνει ήταν όταν είδα το «Γούντστοκ». Η σκηνή που παίζει στη σκηνή ο Χέντριξ και ανάβουν αναπτήρες από κάτω ήταν συγκλονιστική.
Οι γονείς σας ήταν πολιτικοποιημένοι;
Προέρχομαι από μια συντηρητική οικογένεια. Τα τραύματα δεν προέρχονταν από την πολιτική – δεν είχαμε βιώσει τραυματικές απώλειες αγαπημένων προσώπων όπως τις βίωσαν πολλές ελλαδικές οικογένειες στη διάρκεια του εμφυλίου- αλλά από τον ξεριζωμό των Τούρκων. Η πλειοψηφία των Πολιτών στην Ελλάδα ήθελαν να είχαν την ησυχία τους. Και με αυτή την έννοια ήταν κυρίως συντηρητικοί και δεξιοί, που δεν ήθελαν να υπάρχουν διαδηλώσεις και φασαρίες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον μεγάλωσα. Βέβαια ήμουν 9-10 ετών. Η πρώτη φορά που πήρα μυρωδιά πως εδώ κάτι συμβαίνει ήταν όταν είδα το «Γούντστοκ». Η σκηνή που παίζει στη σκηνή ο Χέντριξ και ανάβουν αναπτήρες από κάτω ήταν συγκλονιστική. Κι ένας ξάδελφος μου που είχαμε πάει μαζί στο σινεμά, μου εξήγησε πως δεν άναψαν οι φλόγες για τον Χέντριξ μόνο αλλά κυρίως επειδή είναι ένας τρόπος να περάσουν πολιτικά μηνύματα. Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και η αλλαγή μου ολοκληρώθηκε με τη Νομική και το Πολυτεχνείο. Τότε ήμουν ακόμη στο Γυμνάσιο. Με την Μεταπολίτευση όμως ουσιαστικά ξεκινάει, έστω και με καθυστέρηση, η πολιτική μου αφύπνιση με τα διαβάσματα, τις δράσεις κλπ.
Την επιθυμία του νεοέλληνα, την ευνουχίζει το πολιτικό σύστημα. Αυτή είναι και μια βαθιά πολιτική θεματική της ταινίας.
Η σχέση του ήρωα με τις γυναίκες είναι περίπλοκη και περνάει από δεκάδες κύματα. Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι είναι θύμα τους, καθώς βιώνει εξαιτίας τους την απόρριψη ή την απώλεια;
Η πρόθεση μου είναι να φανεί ως μια σχέση μεταφορική. Ο ήρωας ως έφηβος έχει μια καθόλα δικαιολογημένη λίμπιντο. Θέλει λοιπόν να διοχετεύσει αυτή την σεξουαλικο- συναισθηματική ενέργεια του στο αντικείμενο του πόθου του. Γνωρίζει υπέροχες γυναίκες οι οποίες όμως του φεύγουν. Το θέμα είναι από ποιους τις χάνει. Από ανθρώπους που είναι ενσωματωμένοι στο πολιτικό σύστημα της εποχής. Εκεί βρίσκεται η επιθυμία μου να κάνω τη μεταφορά και την αλληγορία. Την επιθυμία του νεοέλληνα, λοιπόν, την ευνουχίζει το πολιτικό σύστημα. Αυτή είναι και μια βαθιά πολιτική θεματική της ταινίας. Κάποιοι λένε «μα καλά μόνο οι γυναίκες προδίδουν;». Φυσικά και όχι. Προς το τέλος υπάρχει η σκηνή με τη Ζωζώ Σαπουντζάκη που λέει κι αυτή για μια προδοσία που έχει υποστεί από έναν άντρα, ενώ υπάρχει και ο μονόλογος της μητέρας του ήρωα στο φινάλε. Εκεί κατά την εκτίμηση – αλλά και την πρόθεση μου- η γυναίκα δικαιώνεται απόλυτα.
Τι σημαίνει γυναίκα για σας;
Λέγοντας μου «γυναίκα» μου φέρνεις στο νου την έννοια της συντροφικότητας. Επίσης μου ανακαλείς την ολοκλήρωση. Τέλος, αν και θα ακουστεί κάπως ναρκισσιστικό, για μένα γυναίκα είναι το ανθρώπινο ον που συμφιλιώνει τον άντρα με το θηλυκό του κομμάτι.
Σε μια σκηνή οι φοιτητές- καλλιτέχνες «αλλάζουν» την κλασική ιστορία της Ιλιάδας και κάποιοι αντιδρούν έντονα. Τι παθαίνει εν τέλει μια κοινωνία όταν αποδομούνται τα διαχρονικά σύμβολα της;
Με δύο τρόπους θα απαντήσω. Πρώτον, καταργούνται οι νόμοι της κοινωνίας αυτής και προκαλείται χάος. Δεύτερον, και με αρκετή σχέση επικαιρότητας όσον αφορά το τι συμβαίνει σήμερα, (αυτό που θα πω δίνεται αριστουργηματικά στο τέλος του φελινικού «Πρόβα ορχήστρας» κι εξηγεί απόλυτα τι συμβαίνει σήμερα στην ελληνική κοινωνία), προκαλεί φαινόμενα ακραία που οδηγούν στο σκοταδισμό και την ακόμη περισσότερο συντηρητικοποίηση. Αν καταργηθούν οι μύθοι ή τους ανατρέψουμε, τότε καταργείται ο πολιτισμός μας. Οι ιστορίες, οι μύθοι μας δημιουργούν τις σχέσεις και την κοινότητα. Χρειαζόμαστε στέρεο έδαφος για να μπορούμε να αφηγηθούμε τις ιστορίες μας. Αν αποδομήσουμε την ιστορία μας τότε καταργούμε στην πράξη το συνδετικό ιστό που μας ενώνει όλους.
Το να συγκινείται κάποιος δεν σημαίνει ότι είναι μελό. Επίσης το μελό δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα. Το μελόδραμα είναι σημαντικό αφηγηματικό είδος.
Τι σας έλκει περισσότερο: το μελόδραμα ή η κωμωδία;
Και τα δύο. Με την ευκαιρία που μου δίνεται να ξεκαθαρίσω και κάτι. Το να συγκινείται κάποιος δεν σημαίνει ότι είναι μελό. Επίσης το μελό δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα. Το μελόδραμα είναι σημαντικό αφηγηματικό είδος. Ο Χίτσκοκ για παράδειγμα έκανε μελοδράματα. Σε ένα δεύτερο σημαντικό επίπεδο όλα τα θρίλερ του είναι μελοδράματα. Ο «Σιωπηλός μάρτυρας», ουσιαστικά είναι μια ερωτική ιστορία. Άλλο το μελόδραμα που είναι πολύ σημαντικό είδος κι άλλο το μελό με την έννοια του γλυκερού. Ο «Νοτιάς» δεν έχει καμιά σχέση με αυτό.
Είναι όμως νοσταλγικός. Αλήθεια, γιατί θεωρείται η νοσταλγία ως κάτι αρνητικό;
Όταν χρησιμοποιείται μονοδιάστατα- πχ για να δείξεις ένα vintage πράγμα και ως εκεί, χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο να πεις- τότε ναι, είναι αρνητικό γιατί δεν συμβάλλει στη δημιουργία. Όμως η νοσταλγία είναι ένα αφηγηματικό εργαλείο, ένας μηχανισμός όπου μέσω αυτού περιβάλλεις μια ιστορία για να περάσεις κάποιες θεματικές ή συγκεκριμένες ηθικές αξίες.
Έχετε εξηγήσει μέσα σας τι ήταν αυτό που οδήγησε σε τόσο μεγάλη επιτυχία την «Πολίτικη κουζίνα»;
Πραγματικά κι εγώ είχα ξαφνιαστεί με την τεράστια απήχηση της κι έκατσα να σκεφτώ και να κατανοήσω ποιος ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που έκανε την ταινία τόσο δημοφιλή. Αναρωτήθηκα γιατί αυτή η ταινία είχε αυτή την απήχηση. Εκτιμώ πως η βαθύτερη θεματική της είναι η απάντηση. Το πως δηλαδή διαχειρίζεται ο ήρωας την απώλεια (κάτι που συμβαίνει και στο «Νοτιά»). Αυτή είναι και η μόνιμη προσωπική μου θεματική.