Γνώρισα την Αθηνά Χατζηεσμέρ και κάτι μπουρζουάδες στον Κεραμεικό
Την Παρασκευή, στο Επί Κολωνώ, για την ιστορία της Αθηνάς Χατζηεσμέρ. Το Σάββατο, στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα, για κάτι άλλο. Παρέα με την Ξένη και τη Στεφανία. Στην επιστροφή, στο αυτοκίνητο, ακούμε Τζόαν Μπαέζ. Τυχαία, αλλά μπορεί και όχι.
“Αθηνά χατζηεσμέρ, ετών 17 “
Γέρνω στον ώμο του 1944. Φτάνω στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με δυο κόκκινα γαρύφαλλα. Συνειδητά, στο τέταρτο βήμα, κλαίω. Γίνομαι ένα κουβάρι για να βοηθήσω τους λυγμούς μου. «Έρχεται η απελευθέρωση, σιμώνει! Και τότε στα γαλάζια ταμπελάκια των δρόμων θα μπουν τα ονόματα των δικών μας ηρώων. Οδός Ηλέκτρας Αποστόλου, οδός Νικόλαου Σουκατζίδη, οδός Γιάννη Ιωακειμίδη ετών 17. Και σαν περάσει λίγος καιρός ακόμη, θ’ αλλάξουν κι αυτά μαζί μ’ ολάκερο τον κόσμο. Ανάγκη για ήρωες δε θα υπάρχει πια. Τα παιδιά θα παίζουν μπάλα στη συμβολή των δρόμων ευτυχίας και λαού».
Ετών 17. Αθηνά Χατζηεσμέρ. Ετών 17. Κατοχή. Δουλειά. Σχολείο. Αντίσταση. Ετών 17. ΕΑΜ. ΕΠΟΝ. Φτώχεια. Προσφυγικά. Συναίσθηση. Αλληλεγγύη. Ετών 17. Αγώνας. Συντροφικότητα. Αυταπάρνηση. Ξεκάθαρα σύνορα. Ξεκάθαρο στίγμα. Σαφείς στόχοι. Δεν προδίδω κανέναν. Δεν με νοιάζει ο θάνατος. Αδιαφορώ για τον πόνο. Το ξεφτιλίκι είναι όλο δικό τους. Αυτών που τους πήγαινε η καρδιά να πιάσουν μια καλή θέση στον πάτο.
Συγκλονίζομαι με την ιστορία της. Στο μυαλό μου η Αθηνά είναι άχρονη και παγκόσμια. Προσεύχομαι σε όλες τις Αθηνές του κόσμου. Χωρίς κερί. Συνεχίζω να έχω στα χέρια μου τα δύο γαρύφαλλα. Αίμα σκέτο.
Να βρω μια άλλη λέξη που η έννοιά της να σε αφήνει άναυδο και σιωπηλό. Όχι “ηρωίδα”, κάτι άλλο. Η ανήλικη Αθηνά απαξίωσε την ευκολία και τη στεριά, προτίμησε το τέλος δίπλα από το διαζευκτικό ήτα. Δεν διαπραγματεύτηκε τίποτα. Γιατί υπήρξε άνθρωπος, χωρίς διλήμματα και συγκεχυμένες ετυμολογίες.
Λίγο πριν ελευθερωθεί η Αθήνα, το φθινόπωρο του 1944. Τότε την εκτέλεσαν.
Η Ηλιάνα Μαυρομάτη είχε την ιδέα της έρευνας. Η ίδια, σκέτη και δωρική, υπάρχει στη σκηνή, αφού πρώτα έχει αφήσει χώρο στον καθένα να κάτσει πολύ κοντά της, να την ακούσει και να την αγγίξει. Η γιαγιά της Μαυρομάτη ήταν φίλη της Χατζηεσμέρ. Αιμάτινες κλωστές. Στη σκηνή, επίσης, οικείο πρόσωπο κάθε γόνιμης αναδρομής, ο Ισίδωρος Πάτερος, παίζει με ένα μπουζούκι δική του μουσική. Η Φαίδρα Σούτου χορογράφησε. Η Θαλασσιά Αντωνοπούλου έγραψε ένα εκπληκτικό κείμενο. Όλοι μαζί πέρασαν εκατομμύρια ώρες ερευνώντας, συζητώντας, ψάχνοντας το λίγο και το πολύ στις ιστορίες των ανθρώπων. Συνειδητοποιώντας τη φωτιά που μπορεί να ανάψει το έντιμο θάρρος.
Τους ευχαριστώ και τους επιλέγω.
******
“Το παιχνίδι των Κράουζερ”
Το κείμενο το έγραψαν όλοι μαζί. Είναι της ομάδας. Άρα και οι έξι βρήκαν, ας πούμε, τυχαία έναν κοινωνικά αναίσθητο στον δρόμο, έγιναν αόρατοι και κατοίκησαν στο κεφάλι του για κανά τρίμηνο, αηδίασαν, βγήκαν από το κεφάλι του και έγραψαν το κείμενο κάτω από τον τίτλο “Το παιχνίδι των Κράουζερ”. Ωραία σύλληψη. Η παγίδα της υπερβολής διαγράφηκε. Προσεγγίζουν τους τύπους της ιστορίας ψυχρά και λιτά. Πέντε άνθρωποι, που επιζούν, παρά την αρρώστια της σκέψης τους και τα χιλιόμετρα που τους χωρίζουν από το κέντρο της πραγματικότητας.
Ένας Παύλος κωλόπαιδο, μια Γκόλντι θεόχαζη, ο θετός τους γιος Αλέξανδρος που υποφέρει “από θετή ποιητικότητα”, ένας ταχύτατος Μιχαήλ και όχι Μιχάλης, που τον ταΐζει ναρκωτικά η αδερφή του Μόνικα, επίσης ξεβρασμένη και ανίσχυρη. Παραδίπλα, ένας Αφγανός μετανάστης, ο Μιράβα, υπηρέτης τους.
Όλα συμβαίνουν στο διαδραστικό δωμάτιο προσομοίωσης του Κράουζερ. Ό,τι θέλουν κάνουν. Όπου θέλουν πάνε. Με μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο σκοπό: την τοποθέτηση του μεγαλοεαυτού τους στο ζενίθ του υπερθετισμού. Ο Αφγανός, που δεν ξέρει τα όρια της ζωής του και οι ανίδεοι κήνσορες, που βουλιάζουν άεργοι στην εικονική παραλία. Ο μεν ψάχνει την δικαιοσύνη στα πρώτα γνήσια στάδια, οι δε δεν ψάχνουν τίποτα. Δεν σκέφτονται τίποτα. Δε θα αλλάξουν τίποτα.
Ένα μέρος του παρόντος μας με εύστοχα σχόλια, χιούμορ και απτές εικόνες και από τους αδιάφορους και από τους καθημαγμένους. Χωρίς δασκαλιλίκι.
Η σκηνοθεσία είναι του Χρήστου Θάνου. Οι σημειώσεις, που κράτησε σαφείς και εμπεριστατωμένες. Οι ηθοποιοί είναι σχεδόν σαν ένας ενιαίος οργανισμός. Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για κάποιον ξεχωριστά. Ίσως για τον Σωτήρη Δούβρη, που υποδύεται τον Μιράβα. Γι’ αυτόν, ναι. Έχει ένα ειλικρινές βλέμμα. Ανοίγει διάλογο με τον απέναντί του θεατή μόνο με αυτό το βλέμμα.
Όσα αντικείμενα υπάρχουν στη σκηνή είναι απόλυτα χρηστικά. Ο τελευταίος μονόλογος απαλλαγμένος από στόμφο και μεγάλες προτάσεις. Τρυφερός όσο δεν πάει.
Φεύγοντας μ’ έπιασε ένας φόβος για το αν φτάνει η συναίσθησή μου. Αυτή που καλλιεργώ από παιδί.
- Να μοιράσω τα αποθέματα δύναμης και αέρα.
- Εγώ μπορώ και χωρίς ρεζέρβες.
Παρεμπιπτόντως, ακούω ξανά Τζόαν Μπαέζ.