Το Τέταρτο Κουδούνι: Όταν οι βυσσινιές ανθίζουν στην Σαχαλίνη
Ε, λοιπόν, γηράσκω αεί διδασκόμενος. Ήξερα ότι ο Τσέχοφ, μετά το γενέθλιο -και των παιδικών και εφηβικών χρόνων του- Ταγκανρόγκ και την Μόσχα της πρώτης νεότητάς του, σπίτι δικό του στο Μελίχοβο, έξω απ’ την Μόσχα, είχε, αρχικά.
Kι ότι απ’ το 1899 μετακόμισε στην Γιάλτα, όπου αγόρασε κάποια έκταση κι έκτισε εκεί ένα σπίτι, καταφεύγοντας σε νότια, πιο ζεστά κλίματα, πιο φιλικά -απ’ τα βόρεια- για τη φυματίωση απ’ την οποία έπασχε. Κι ότι το 1890 είχε επισκεφθεί τη νήσο Σαχαλίνη, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ την Μόσχα -το ταξίδι-Οδύσσεια κράτησε δυόμισι μήνες-, όπου επισκέφθηκε το τρομερό κάτεργο που υπήρχε εκεί, έμεινε στο νησί τρεις σχεδόν μήνες, μίλησε με κρατούμενους, συγκέντρωσε μαρτυρίες και γύρισε. Χωρίς ποτέ να επιχειρήσει να ξαναπάει. Και πως απ’ το ταξίδι αυτό προέκυψε, όταν επέστρεψε, το συγκλονιστικό βιβλίο-μαρτυρία «Η νήσος Σαχαλίνη» που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1893.
Και τι μαθαίνω τώρα -απ’ το περασμένο Σάββατο-, διαβάζοντας τον κριτικό θεάτρου των «Νέων» Κώστα Γεωργουσόπουλο να σχολιάζει μια παλαιά φωτογραφία των κατάδικων στην Σαχαλίνη, στη μόνιμη σαββατιάτικη στήλη “Συνειρμοί. Μια φωτογραφία, πολλές ιστορίες” που επιμελείται ο Θανάσης Νιάρχος;
Πώς ο Τσέχοφ είχε, λέει, «εξοχικό κατάλυμα» στην Σαχαλίνη καθώς «βαριά λαβωμένος από τη φυματίωση που τον έστειλε 44 χρόνων στον θάνατο χρειαζόταν το κλίμα (σ.σ. το υγρό) αυτού του βόρειου και ανατολικού νησιού που ήταν κατάλληλο ως θέρετρο των φυματικών (σ.σ.!!!)». Και πως «κατέφευγε», λέει, «συχνά (σ.σ. πεταγόταν, προφανώς, τα γουικέντς, σε απόσταση κάπου 6700 χλμ, μιλάμε για Βόρειο Ειρηνικό, βόρεια της Ιαπωνίας) σ’ αυτή την εξωτική περιοχή και για να αντιμετωπίσει την αρρώστια του και για να απομονωθεί και να γράψει».
Και πως εκεί έγραψε, λέει, τον «Βυσσινόκηπο»- ο οποίος γράφτηκε μεταξύ 1897 και 1903. Εμ, βέβαια, άμα ’ν’ ήταν να τα ξέρω ολ’ αυτά, θα δίδασκα και στο πανεπιστήμιο. Και θα ’μουνα και επίτιμος διδάκτορας…
Διαβάστε περισσότερα στο Τέταρτο Κουδούνι