Οι Ήρωες του Κακού
Σκηνοθετικό ντεμπούτο του ισπανού Zoe Berriatúa, που αφηγείται το πέρασμα τριών φίλων από την αθωότητα στο επώδυνο και βίαιο τέλος της εφηβείας.
Μια μέρα στο σχολείο, ο Αρίτς πέφτει θύμα βίαιου εξευτελισμού από ένα συμμαθητή του. O Εστέμπαν, ένας άλλος συμμαθητής του, σπεύδει να τον βοηθήσει. Όπως ανακαλύπτουν τα δύο αγόρια έχουν αρκετά κοινά: είναι αντικοινωνικοί, περιθωριακοί, απροσάρμοστοι. Στην παρέα τους θα προστεθεί σύντομα η Σαρίτα, ένα μοναχικό αγοροκόριτσο. Σχηματίζοντας μια ιδιόμορφη οικογένεια, οι τρεις έφηβοι θα αποδεχτούν τα συναισθήματα και τη διαφορετικότητά τους, θα εξερευνήσουν τη σεξουαλικότητά τους και θα μοιραστούν τα πάντα…
Μια ιστορία ενηλικίωσης που αφορά εφήβους με αντικομφορμιστική – αν όχι προβληματική- συμπεριφορά. Πρόκειται για τρία παιδιά, τρεις «επαναστάτες» με αιτία, καθώς η απουσία όποιας γονικής μορφής (έξυπνο εύρημα του σκηνοθέτη να μην απεικονίσει με την κάμερα του κανένα γονιό) σηματοδοτεί απέραντη ελευθερία για τους νεαρούς ήρωες αλλά και συνάμα, έλλειψη ουσιαστικής φροντίδας.
Η ταινία δεν χαρίζεται σε κανένα. Με γονείς αόρατους, εκπαιδευτικούς αυταρχικούς ή αδιάφορους, συμμαθητές-κακέκτυπα που αναπαράγουν με ανατριχιαστική νοσηρότητα τα «λάθη των μεγάλων» και ανυπαρξία οποιασδήποτε κοινωνικής μέριμνας, αυτά τα «άνθη του κακού» μοιραία θα στραφούν στους μόνους που μπορούν να κάνουν κακό: στους εαυτούς τους. Η βία που απεικονίζεται με σκοπό να σοκάρει είναι ένα θέμα που σηκώνει συζήτηση όπως και η ακραία αντίδραση του αυτοκαταστροφικού Αρίτς σε ότι τον «απειλεί». Μια τέτοια απειλή που μένει ξεκρέμαστη και σχετικά ανεκμετάλλευτη είναι το ειδύλλιο της Σαρίτα με τον Εστέμπαν. Πρόκειται για τη μόνη αχτίδα φωτός σε όλο το έργο που δείχνει πως κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο. Δεν θα μπορέσει όμως ποτέ να βρει το κατάλληλο έδαφος για να απλωθεί.
Ο κυνισμός και η απαισιοδοξία κυριαρχούν στα κάδρα του Berriatúa. Μια επίκληση κάποιας χιουμοριστικής ανάσας στις αυτοσχέδιες ληστείες που επιχειρούν (όπως η κλοπή του κόκκινου φορέματος από τη βιτρίνα ενός καταστήματος) ή ενός ουτοπικού σύμπαντος (το «σπιτικό» που επιχειρούν να στήσουν οι 3 φίλοι σε εγκατελλειμένο χώρο) δεν έχει συνέχεια. Καθώς όμως το ταλέντο δεν δείχνει να λείπει από το μαδριλένο σκηνοθέτη, περιμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη προσπάθεια του.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης