Στις «Ιδιοτροπίες της Μαριάννας» τα φαινόμενα απατούν. Ξεκινώντας από την ίδια την υπόθεση: αρχικά όλα δείχνουν γνώριμα- ένας νέος είναι απελπισμένα ερωτευμένος με μια απόμακρη και ακατάδεχτη νέα, ωραία παντρεμένη γυναίκα. Ο καλύτερός του φίλος αναλαμβάνει να μεσολαβήσει για χάρη του, με απρόβλεπτες συνέπειες και ανατροπές… Ή μήπως προβλεπόμενες; Ο ερωτευμένος νέος τι ακριβώς αγαπάει; Μια γυναίκα που δεν έχει δει ποτέ του; Τον ίδιο τον έρωτα; Ή κάτι ακόμα πιο σκοτεινό; Ο έκλυτος και ελευθεριάζων φίλος του που σαρκάζει ιερά και όσια, γιατί αναλαμβάνει μια τόσο «ιερή αποστολή»; Για να αποκαθηλώσει πλήρως ή να εξυψώσει την ίδια την ιδέα του έρωτα; Η νεαρή Μαριάννα τι είναι τελικά; Μια ιδιότροπη κακομαθημένη γυναίκα ή ένα πλάσμα που διεκδικεί το δικαίωμά της να αγαπάει και όχι μόνο να αγαπιέται, να νιώσει πραγματική και όχι σύμβολο;
Γύρω από το βασικό τρίγωνο του έργου δημιουργούνται παράλληλα «τρίγωνα» σε διαστρωματώσεις ηλικιακές (σύζυγοι σε κρίση ηλικίας που το πάθος τους οδηγεί μέχρι το έγκλημα ή μητέρες που, όπως σημειώνουν μελετητές, αν ο Φρόυντ γνώριζε το έργο, σίγουρα θα στήριζε μέρος της θεωρίας του στον τρόπο που ο Μυσσέ τις παρουσιάζει) αλλά και ταξικές (αήθεις υπηρέτες, εξαθλιωμένες ρουφιάνες, θλιβερές πόρνες, ένας κόσμος ένδειας και απελπισμένης προσπάθειας επιβίωσης, σε πλήρη αντιδιαστολή με τον κόσμο των «κακομαθημένων» πλουσιόπαιδων).
Το πρώτο αριστούργημα του «τρομερού παιδιού» του γαλλικού ρομαντισμού, καταγράφει με συγκίνηση και λεπτό χιούμορ τους στρόβιλους της ερωτικής δίνης μέσα στην οποία περιπλέκονται ένα ή και περισσότερα ερωτικά τρίγωνα. Πρόκειται για ένα έργο αντισυμβατικό και τολμηρό που ταυτόχρονα δικαιώνει τον όρο «κλασικό» μέσα από την ορμητική δύναμη της ιδιάζουσας ποιητικότητάς του και την αγέραστη πρωτοτυπία του.