Γιάννης Κότσιρας & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: τραγουδάμε για να σμίξουμε με τον κόσμο…
Μετά την επιτυχημένη καλοκαιρινή περιοδεία τους οι δύο σπουδαίοι τραγουδιστές – τραγουδοποιοί συνεχίζουν τις κοινές εμφανίσεις τους στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Ξεκινώντας από την ιδέα της «Παραγγελιάς», που τους έκανε να έρθουν πιο κοντά με τον κόσμο, ο Γιάννης Κότσιρας και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, δυο μουσικοί με διαφορετικές αφετηρίες και διαφορετική ιδιοσυγκρασία, βρίσκουν μια ισορροπία μπρος σε ένα κοινό απαιτητικό που αποφασίζει και επιβάλλει αυτά που θέλει να ακούσει.Kειμενο-Φωτογραφίες: Χρήστος Σκυλλάκος
Πώς προέκυψε η ιδέα της «Παραγγελιάς»;
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας: Το καλοκαίρι που κάναμε περιοδεία αναρωτιόμουνα γιατί δεν λέμε τραγούδια που αγαπάει και θέλει ν’ ακούσει ο κόσμος; Τα δικά μας κομμάτια είναι αναμενόμενο ότι θα τα παίξουμε. Από εκεί και πέρα αυτό με τις παραγγελιές πώς μπορεί να γίνει οργανωμένα; Να μας λένε παίξε αυτό, παίξε εκείνο…
Και βρήκατε λύση;
Γιάννης Κότσιρας: Aυτό που κάναμε ήταν να συγκεντρώσουμε τα πολύ αγαπημένα μας τραγούδια απ’ όλα τα είδη, λαϊκά, ποπ, ροκ -περίπου 100-, τα βάλαμε σε μια λίστα την οποία αφήνουμε στα τραπέζια και καλούμε τον κόσμο να ψηφίσει τα τραγούδια που προτιμά ν’ ακούσει. Περίπου στη μέση του προγράμματος μάς έρχονται τα αποτελέσματα και τότε παίζουμε τα 20 κομμάτια που συγκέντρωσαν τους περισσότερους ψήφους. Ουσιαστικά είναι ακριβώς αυτό που ήταν παλιά «η παραγγελιά», απλά εδώ δεν γίνεται όπως παλιά που άδειαζε η πίστα για να χορέψει μόνο ένας.
Δημοκρατικά δηλαδή…
Γ.Κ: Πολύ δημοκρατικά. Και αυτή είναι η διαφορά μας από τους πολιτικούς και τα δημοψηφίσματα! Αυτό που ψηφίζει ο κόσμος, αυτό θα γίνει.
Όπως γίνεται στα ρεμπετάδια;
Γ.Κ: Επειδή έχω δουλέψει σε ρεμπετάδικα που γινόταν παραγγελιές ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να δημιουργήσεις αυτό το κλίμα. Ωστόσο εδώ το επιτρέπει η απόλυτη μουσικότητα και θεατρικότητα του χώρου. Άλλωστε το Γυάλινο δεν είναι κανένας τεράστιος χώρος και πραγματικά νιώθεις πολύ κοντά με τον άλλον. Υπάρχουν βραδιές που γίνεται μια έκρηξη κεφιού την οποία δεν μπορούμε να την ελέγξουμε ούτε εμείς γιατί είναι τόσο ξαφνικά αυτά που έρχονται. Ξεπερνάμε τα αγαπημένα κομμάτια του Κότσιρα και του Μαχαιρίτσα και φτάνουμε σε ένα σημείο που παίζουμε μόνο τα αγαπημένα του κόσμου και αυτό είναι κάτι πραγματικά μοναδικό, εγώ δεν το έχω ξαναζήσει τόσο έντονα.
Φαντάζομαι αυτό απαιτεί πολλές πρόβες…
Γ.Κ: Πάρα πολλές και για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς την μεγαλύτερη και την πιο επίπονη δουλειά την κάνανε οι μουσικοί με προεξέχοντα τον Άκη Κατσουπάκη ο οποίος είναι και ο ενορχηστρωτής, που κατέγραψε όλα αυτά τα τραγούδια σε παρτιτούρες. Χωρίς τους συγκεκριμένους μουσικούς δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρναμε.
Τί είδους τραγούδια σας ζητάνε;
Λ.Μ: Ανάλογα. Εμείς δείχνουμε στον κόσμο κάποια μονοπάτια και ο κόσμος διαλέγει αυτό που θέλει περισσότερο.
Ο κόσμος συμμετέχει; Υπερβαίνετε την απόσταση κοινού – καλλιτέχνη;
Λ.Μ: Όχι απλά συμμετέχει. Πανικός γίνεται. Γινόμαστε «ένα» με τον κόσμο. Είναι όπως αυτό που έλεγε σ’ ένα τραγούδι του ο Ξυλούρης στο “Καπνισμένο Τσουκάλι”: «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίζουμε αδελφέ μου από τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Ίσως ακούγεται λίγο βαρύγδουπο αλλά δεν είναι έτσι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Αν τραγουδάς για να ξεχωρίσεις από τον κόσμο, θα ξεχωρίσεις μια χρονιά, δυο και μετά θα πας σπίτι σου. Αν τραγουδάς γιατί γουστάρεις να το κάνεις, γιατί θες να είσαι ένα με τον κόσμο τότε εκεί πας, στο διηνεκές, όσο τραβήξει…
Τι είναι αυτό που σας ενώνει στη σκηνή;
Γ.Κ: Είναι πολλά. Είναι ένας πραγματικός αλληλοθαυμασμός και απόλυτος σεβασμός στην τέχνη του άλλου. Ο Λαυρέντης είναι από τους σπουδαιότερους συνθέτες της γενιάς του, έχει γράψει πολύ μεγάλα τραγούδια και ταυτόχρονα είναι ένας από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές. Έχει ένα πολύ δικό του στίγμα. Αλλά αυτό που μας δένει είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος ανταγωνισμού μεταξύ μας, αλλά μια αμοιβαία αγωνία στο να πετύχουμε το καλύτερο αποτέλεσμα για να περάσουμε καταρχήν εμείς οι δυο καλά. Ωστόσο αυτή η σχέση υπάρχει και εκτός δουλειάς. Γιατί ξέρεις, τα τραγούδια γίνονται, μένουν, μα στην πραγματικότητα φεύγουν από τους καλλιτέχνες. Αυτό που μένει στη ζωή είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. Τίποτε άλλο.
Λ.Μ: Με τον Γιάννη παίξαμε δυο καλοκαίρια και δυο χειμώνες και δεν ξέρουμε που θα τραβήξει ακόμα. Είναι ένας πολύ ευγενικός και γλυκός άνθρωπος. Πραγματικά τον αγαπώ πολύ. Είμαι πολύ ευτυχής που όλες οι συνεργασίες μου είναι με ανθρώπους που τελικά γίνανε φίλοι μου. Που γίναμε μια ομάδα και αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Είναι μεγάλη μου τιμή που έχω παίξει με τον Πασχαλίδη, με τον Στόκα, με τον Σάκη (σ.σ. Μπουλά), τον Σαββόπουλο που ήταν μέντορας μου χρόνια. Και ο Γιάννης τώρα, είναι πολύ κοντά σε εμένα. Και οι φωνές μας ταιριάζουνε και γουστάρουμε όταν τραγουδάμε μαζί αλλά είναι πολύ κοντά και σαν άνθρωπος. Τόσο ευγενικός, τόσο πράος, τόσο ήρεμος. Εγώ είμαι λίγο χαβαλέ ολέ και λίγο πιο χειμαρρώδης και έτσι υπάρχει μια τρομερή ισορροπία.
Υπάρχει σκέψη να ηχογραφήσετε το από αυτές τις εμφανίσεις;
Γ.Κ: Το έχουμε σκεφτεί αλλά υπάρχει ένα ζήτημα σε αυτό καθώς κάθε μέρα το πρόγραμμα είναι διαφορετικό. Ίσως τελικά ηχογραφήσουμε καμιά δεκαριά βραδιές και διαλέξουμε τις καλύτερες στιγμές.
Και μια που θίξαμε το θέμα της δισκογραφίας διακρίνετε κάποια προοπτική στο χώρο;
Γ.Κ: Δεν υπάρχει δισκογραφία στην Ελλάδα, εδώ και χρόνια. Οι νέοι καλλιτέχνες δεν την γνώρισαν καν. Παίζουν σ’ ένα έδαφος που είναι εξαρχής δικό τους, δηλαδή το διαδίκτυο. Οι παλαιότεροι αντιμετωπίζουμε με αμηχανία αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Εγώ για παράδειγμα που δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο από δίσκους, πώς να αντιμετωπίσω το μέλλον που έρχεται; Ωστόσο προσπαθώ ν’ αντιληφθώ την εποχή. Τους δίσκους τους βγάζουμε περισσότερο για να καταθέσουμε την άποψη μας απέναντι στα μουσικά δρώμενα κάθε εποχής. Αυτό πλέον είναι πιο δύσκολο να γίνει γιατί δεν υπάρχουν δισκογραφικές διατεθειμένες να επενδύσουν σ’ ένα δίσκο να πληρώσουν μεγάλες παραγωγές. Ταυτοχρόνως όμως δεν υπάρχει το άγχος για τις πωλήσεις, και αυτό απελευθερώνει και τους τραγουδιστές και στους δημιουργούς γιατί γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να πουλήσουνε έτσι και αλλιώς δεν τους πολυενδιαφέρει να μπαίνουν στα χωράφια του εμπορικού τραγουδιού. Και όσους ακούτε να κάνουν απονομές χρυσών, πλατινένιων ακόμα, είναι απλώς για να ικανοποιούνε το καταπιεσμένο τους και το στενοχωρημένο τους εγώ, τίποτε παραπάνω.
Λ.Μ: Συμφωνώ και εγώ. Λυπάμαι που το λέω αλλά δισκογραφία δεν υπάρχει. Σήμερα είναι πολύ εύκολο να κάνεις ένα δίσκο καθώς όλοι έχουν ένα στούντιο σπίτι τους. Κάποτε έπρεπε να πας σε μια εταιρία, να σε διαλέξει, να μπεις σε στούντιο, να κάνεις ηχογράφηση, να βγει σε βινύλιο και όταν το έκανες αυτό ήσουν παγιωμένος στην συνείδηση του κόσμου. Έχω συμμετάσχει σε πεντακόσιους δίσκους, οι οποίοι όπως βγήκαν έτσι εξαφανιστήκαν. Ενώ δεν σημαίνει ότι δεν άξιζαν. Δηλαδή έπρεπε να πεθάνει ο David Bowie για να καταλάβουμε ότι έκανε δίσκο τελευταία; Δεν θα παίρναμε χαμπάρι ότι έκανε καινούριο δίσκο. Άκουσα σήμερα στο ραδιόφωνο ένα πολύ ωραίο κομμάτι του Πλιάτσικα από ένα νέο δίσκο που θα κυκλοφορήσει από εφημερίδα. Εάν έγραφε το ίδιο τραγούδι πριν δέκα χρόνια με τους Πυξ Λαξ θα γινόταν χαμός, ενώ τώρα δεν ξέρω. Και εγώ αυτό κάνω με τις εφημερίδες. Είναι ένας τρόπος. Αλλά δεν λέει τίποτα αυτό, βγαίνει ο δίσκος πάει σε πενήντα, σε εκατό χιλιάδες σπίτια και λοιπόν; Οπότε το μόνο πράγμα που μένει είναι το live. ‘Ολα live και εκεί φαίνεται ποιος αξίζει και ποιος όχι.
Ποια συνεργασία έχει σφραγίσει την καριέρα σας;
Γ.Κ: Είναι αρκετές. Θα βάλω πρώτη την συνεργασία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη και μετά με τη Χάρις Αλεξίου και τον Θάνο Μικρούτσικο. Αλλά είναι και πολλές άλλες ακόμα. Αλλά ξέρεις τι; Το ενδιαφέρον είναι ότι σε όλες τις συνεργασίες μου πέρασα καλά. Αγαπήθηκα με τους ανθρώπους που δούλεψα μαζί. Από κανένα δεν θ’α κούσεις κακή κουβέντα. Γιατί υπήρχε ένα νοιάξιμο να πάει καλά αυτό που κάνουμε. Όχι να φανεί ο ένας ή ο άλλος. Νομίζω ότι δεν θα συνεργαζόμουνα ποτέ με ανθρώπους που δεν τους εκτιμώ και δεν τους θαυμάζω. Ίσως αυτό ήταν που σχημάτισε μια ταυτότητα στις συνεργασίες μου. Ότι το έκανα μόνο με ανθρώπους που αγαπώ.
Εσύ Λαυρέντη; Από όλο του μουσικό φάσμα με ποιον θα ήθελες να μοιραστείς την σκηνή;
Λ.Μ: Με ξένο ή Έλληνα; Γιατί με Έλληνα έχω παίξει με όλους. Με τον Σαββόπουλο που σου είπα, ήταν απωθημένο και μια χρονιά παίξαμε και καλοκαίρι. Το λάτρεψα αυτό το πράγμα. Ξένους, δεν μπορώ να σου πω. Εκατοντάδες! Τώρα ας πούμε ετοιμάζω μια συνεργασία με τον Ιταλό, τον Zucchero που ήθελα χρόνια, που έχει κάνει το «Baila Morena». Τι να σου πω;
Σαν ερασιτέχνης ποιο θα ήταν το όνειρο σου;
Λ.Μ: Θα ήθελα να συμμετάσχω στην παράσταση του «The Wall», στο ΟΑΚΑ, με τον Waters. Εχει συμβεί μια απίστευτη φάση με τον Waters. Είμαστε με κάτι φιλαράκια σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό στο Πήλιο και παίζουμε με τις κιθάρες μας το «Wish you Were Here» όταν έρχεται ένας τύπος και λέει σε σπαστά ελληνικά «Δεν είναι σωστό αυτό το ακόρντο», και λέμε «Άσε μας ρε φίλε, που ξέρεις εσύ πως είναι;». «Τυχαίνει να το έχω γράψει εγώ» έτσι κοφτά. Και ήταν ο Roger Waters που έχει σπίτι εκεί.
Τελευταία ερώτηση. Υπάρχει μια διεθνής κατάσταση δύσκολη. Πόλεμοι, πρόσφυγες, μυρίζει μπαρούτι γενικά. Πως τα αντιλαμβάνεστε όλα αυτά, σαν καλλιτέχνες και σαν άνθρωποι γενικότερα;
Γ.Κ: Ζούμε την εποχή της ανακατανομής του πλούτου και αναθεώρησης των συνόρων των χωρών. Το χειρότερο είναι ότι εμείς ζούμε σε μια άβουλη χώρα, χωρίς τις μεγάλες προσωπικότητες που να μπορούν να σταθούν απέναντι σε τέτοια μεγάλα γεγονότα. Ωστόσο πιστεύω ότι όλοι οι παγκόσμιοι ηγέτες είναι κατώτεροι των περιστάσεων. Για αυτό και οδηγούμαστε εκεί που οδηγούμαστε. Αλλά περισσότερο με στενοχωρεί ότι εμείς εδώ είμαστε τόσο παρτάκηδες και τόσο κλεισμένοι στα δικά μας μετερίζια, που ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια κοινή κατάσταση, ότι αναπνέουμε το ίδιο αέρα με πάρα πολύ κόσμο. Όταν αυτός ο αέρας μολυνθεί, θα μας μολύνει και εμάς…
Λ.Μ: Αυτό μπορεί να γίνει σε μια ερώτηση; Μια απάντηση μπορώ να δώσω. Σκατά! Τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα και κανένας δεν κάνει πίσω πουθενά. Εδώ είναι όλα έτοιμα να τιναχτούν, είναι ένα καζάνι που βράζει όλη η Ελλάδα, το ξέρουν οι καριόληδες, και ζητούν και άλλα. Τι να συζητάμε τώρα; Θέλουν να κλείσουν τα σύνορα. Να τα κλείσουν και που θα πάνε οι άνθρωποι; Αφού εσείς το κάνατε αυτό, ρε! Εσείς το δημιουργήσατε αυτό το πράγμα, που θα πάνε οι άνθρωποι αυτοί, θα μείνουν εκεί να τους φάνε τα ποντίκια; Δεν ξέρει κανείς τι ξημερώνει αύριο. Και αύριο μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένο.