The Boy
Ένα απομονωμένο αρχοντικό σπίτι στη βρετανική ύπαιθρο. Μια αμερικανίδα babysitter που θέλει να σβήσει το παρελθόν της. Και μια ανατριχιαστική πορσελάνινη κούκλα. Τρία αρχετυπικά σύμβολα του φιλμ τρόμου σε ικανοποιητική συγχορδία…
Θέλοντας να ξεφύγει από το σκοτεινό παρελθόν της, η νεαρή Γκρέτα (Lauren Cohan) βρίσκει δουλειά ως νταντά σε ένα μικρό απομακρυσμένο αγγλικό χωριό. Όταν φτάνει για να αναλάβει τα καθήκοντά της, ανακαλύπτει σοκαρισμένη ότι το οκτάχρονο αγόρι που θα πρέπει να φροντίσει είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη πορσελάνινη κούκλα, στην οποία οι γονείς φέρονται σαν να είναι πραγματικό παιδί στην προσπάθειά τους να ξεπεράσουν τον χαμό του γιου τους. Το ηλικιωμένο ζευγάρι τής δίνει μία λίστα κανόνων που πρέπει να ακολουθεί αυστηρά, και αναχωρεί για σύντομες διακοπές. Έχοντας μείνει εντελώς μόνη στο σπίτι, η Γκρέτα παρατηρεί ότι κάθε φορά που δεν τηρεί κάποιον κανόνα, κάτι περίεργο συμβαίνει στο σπίτι…
Το 2012 ο William Brent Bell είχε φτιάξει ένα ψευδοντοκιμαντερίστικο φιλμ τρόμου με τίτλο «Ο διάβολος μέσα της» που αντέγραφε χωρίς σπουδαίες επιδόσεις το στιλ της «Μεταφυσικής δραστηριότητας». Πηγαίνοντας στη δημοσιογραφική προβολή με χαμηλές προσδοκίες για τη νέα του ταινία, είδα με ικανοποίηση πως ο σκηνοθέτης έχει προχωρήσει σε ένα άλλο επίπεδο, όπου η αναζήτηση της προσωπικής σφραγίδας του πατάει πλέον σε πιο γερά θεμέλια του δημοφιλούς είδους. Όσοι θεατές πιστέψουν διαβάζοντας την υπόθεση του έργου ότι θα δουν μια από τα ίδια, θα εκπλαγούν.
Η gothic ατμόσφαιρα του «Boy» δημιουργεί την αίσθηση πως κάθε φορά που θα πέφτει για ύπνο η Γκρέτα, θα προκαλείται… πανδαιμόνιο από όργια και σκηνές gore στο σπίτι. Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται σχεδόν ποτέ. Οι σκιές, οι περίεργοι θόρυβοι και η υποψία – που τείνει να γίνει βεβαιότητα- πως τούτη η κούκλα «κάτι» έχει, είναι ικανοποιητικά εργαλεία για τη δημιουργία ενός σασπένς που βάζει το θεατή στη γωνία περιμένοντας το ξέσπασμα του… κακού.
Όμως ο Bell έχει την ευστροφία να αναβάλλει διαρκώς κάτι τέτοιο και με συνεχείς ανατροπές, να οδηγεί αλλού την πλοκή. Φυσικά και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αριστούργημα του φανταστικού, ενώ ακόμη και το φινάλε έχει χτυπητές αδυναμίες. Πάραυτα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την λειτουργική αξιοποίηση των κλισέ και τη φιλότιμη προσπάθεια διαφοροποίησης από τις μανιέρες άλλων σκηνοθετών του horror film.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης