Κεντρικός ήρωας, ο Στρατηλάτης παπλωματάς, ήρωας της μικρασιατικής εκστρατείας, η οικογένειά του και ο θεσσαλικός κάμπος. Η νομαδική ζωή, η αμορφωσιά, η φτώχεια, αλλά και η αδράνεια εμποδίζουν την προκοπή τους, αφήνοντάς τους στο έλεος της μοίρας. Ο αφύσικος γάμος της μικρής κόρης, προσωρινή λύση στο οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας, επιδεινώνει τελικά την κατάσταση και η οικογένεια αποξενώνεται σταδιακά, μέχρι τον οριστικό χωρισμό και την απομόνωση.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης σημειώνει:
Από τότε που γράφτηκε το Πανηγύρι μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Όταν ο Κεχαΐδης το έγραφε το 1964, σε μια εποχή που το ελληνικό έργο κατείχε μια δυσάρεστη θέση στο ρεπερτόριο των ελληνικών θιάσων και μιας συμπαθητικής ανοχής στις επιλογές των θεατρόφιλων, δεν θα φανταζότανε πως, πενήντα δύο χρόνια μετά, θα απευθυνότανε σε ένα κοινό, που τώρα πλέον αγκαλιάζει με πάθος ένα καλό ελληνικό έργο και το κατατάσσει μέσα στις μεγάλες επιτυχίες μιας θεατρικής χρονιάς. Κανείς, ούτε ο πιο αισιόδοξος, δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τότε, πως οι απόπειρες κάποιων ονειροπόλων
νεαρών εκείνης της εποχής θα έστρωναν το χαλί για μια λαμπερή πορεία του νεοελληνικού έργου, τέτοια που σήμερα πλέον να μην υπάρχει θεατρική περίοδος χωρίς να περιλαμβάνει μια μεγάλη εμπορική επιτυχία ενός ελληνικού έργου, που τότε αποκαλούντο δύσκολα, αντιεμπορικά και ‘βαριά’, ονομασίες που αντικαταστάθηκαν από τον ειρωνικό τίτλο ‘κουλτουριάρικα’, δηλαδή έργα για λίγους. Δυσνόητα και βαρετά.
Ο έλληνας θεατρόφιλος κατανόησε πως δεν υπάρχει ελπίδα προόδου του ελληνικού θεάτρου δίχως την ύπαρξη του ελληνικού έργου. Και το αγκάλιασε και το τοποθέτησε στην πρώτη γραμμή των επιλογών του και το δόξασε, κατά πώς αξίζει να δοξάζονται τα πνευματικά προϊόντα της γης του. Είναι, ίσως, δύσκολο να κατανοηθεί το επίτευγμα. Μόνο αν αναλογιστεί κανείς μια κοινωνία που ποτέ δεν γεύτηκε πνευματικούς καρπούς της πατρίδας της, δεν άκουσε και δεν διάβασε ποτέ ποίημα γραμμένο στη δική της γλώσσα, δεν είδε ποτέ τη χειρονομία, την ανάσα, την παύση και τη ματιά του διπλανού της ανθρώπου, μόνο τότε είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό το κενό που κάλυψε το νεοελληνικό έργο στον έλληνα θεατή.