Ο Λαβύρινθος της Σιωπής
Η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας είναι το θέμα του γερμανικού πολιτικού θρίλερ «Λαβύρινθος της σιωπής» που βασίζεται στις πρώτες δίκες συνεργατών των ναζί που πραγματοποιήθηκαν επί γερμανικού εδάφους το 1963.
Το 1958 στη Γερμανία κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στο Άουσβιτς. Και κανείς δε ρωτά. Ένας νεαρός εισαγγελέας ανακαλύπτει ότι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας ήταν ναζί και δήμιοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Πρώην μέλη των Ες Ες είναι τώρα δάσκαλοι, αρτοποιοί, δημόσιοι υπάλληλοι και κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανυποψίαστους συμπατριώτες τους, που νομίζουν ότι οι ιστορίες για τα ολοκαυτώματα και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν αστικοί μύθοι, ή, ακόμη περισσότερο, προπαγάνδα των συμμαχικών δυνάμεων.
Μετά από τη δίκη της Νυρεμβέργης με καθυστέρηση αρκετών ετών ακολούθησε η δίκη της Φρανκφούρτης. Κι ήταν το αποτέλεσμα μιας επίμονης προσπάθειας κάποιων ανθρώπων να βγάλουν στο φως την αλήθεια γύρω από τη συνεργασία απλών πολιτών στις θηριωδίες των ναζί. Είναι ανατριχιαστική σχεδόν η αίσθηση της πρώτης εκείνης σεκάνς όπου αποκαλύπτεται η άγνοια του πληθυσμού γύρω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι περισσότεροι γερμανοί πολίτες στα 1958 δεν έχουν ακούσει ποτέ τους το όνομα Άουσβιτς και δήλωνουν άγνοια για το τι συνέβη εκεί.
Είναι όμως έτσι ή υπάρχει ένας μανδύας σιωπής από την πλειοψηφία για να θαφτεί οριστικά το έγκλημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης; Ο ήρωας του έργου, ένας ιδεαλιστής και φιλόδοξος εισαγγελέας με τη βοήθεια ενός δημοσιογράφου αποφασίζουν να αποκαλύψουν την αλήθεια και να να οδηγήσουν πρώην μέλη των Ες Ες στην πρώτη τους δίκη από Γερμανούς. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολη υπόθεση αφού πέρα από τις κλειστές πόρτες (ακόμη κι από θύματα των στρατοπέδων – όπως ο εβραίος επιζήσαντας και φίλος του δημοσιογράφου- που δεν θέλουν να ξυπνήσουν τους παλιούς εφιάλτες) υπάρχουν και πανίσχυρες δυνάμεις που δεν θέλουν να ανοίξει η υπόθεση Άουσβιτς.
Καταλαβαίνουμε πως ίσως η πλοκή του φιλμ να ακούγεται πιο συναρπαστική από ότι στην πραγματικότητα είναι. Μια ιστορία φρίκης που θα αρκούσε απλώς και μόνο η διακριτική παρακολούθηση της, εντελώς αναίτια μετατρέπεται σε δυσκίνητο αφηγηματικά φιλμ με καρτποσταλική φωτογραφία και ακαδημαϊκή λογική. Το σενάριο είναι φορτωμένο με απλοϊκά μοτίβα, ενώ πολλές φορές νιώθεις την επανάληψη να κάνει έντονη την παρουσία της. Κι αν στο θέμα του ερωτικού στοιχείου (ο ήρωας ερωτεύεται μια κοπέλα) υπάρχει μια δόση σκοπιμότητας -«βάλε σε μια ταινία ένα love story αν θες οπωσδήποτε να πετύχει» έλεγαν στο παλιό Χόλιγουντ- τα υπόλοιπα «στολίδια» που εμπλουτίζει την ταινία του ο Giulio Ricciarelli είναι μάλλον αχρείαστα και μόνο εμπόδια βάζουν στην ταινία.
Εν κατακλείδει μια χαμένη ευκαιρία για να γίνει ένα συνταρακτικό φιλμ γύρω από το Ολοκαύτωμα και τις προσπάθειες συγκάλυψής του. Το φιλμ ήταν η επίσημη πρόταση της Γερμανίας για το φετινό ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Κωνσταντίνος Καϊμάκης