“Η Όπερα της Πεντάρας” έχει κατά καιρούς αντιμετωπιστεί ως μιούζικαλ, ως πολιτική σάτιρα με τραγούδια, ως κωμωδία ευρείας κατανάλωσης, ως μουσικό μπουλβάρ, ακόμα και ως επιθεώρηση εποχής. Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για τίποτε από αυτά.
Λίγα λόγια για την παράσταση, από τον σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά:
Το έργο μπορεί να δανείζεται στοιχεία από πολλά και διαφορετικά είδη θεάτρου, αλλά τελικά αποτελεί ενα ιδιαίτερο θεατρικό είδος από μόνη της. Και αυτή ακριβώς είναι η μεγάλη δυσκολία, αλλά και η μεγάλη πρόκληση για ένα σύγχρονο ανέβασμα: μέσα από μια προσεκτική και θαρραλέα προσέγγιση, να αναδειχθούν η καθαρότητα, η εκρηκτικότητα και η ψυχαγωγική δύναμη που συνθέτουν τον κόσμο του υπέροχου αυτού έργου.
Πρώτη προϋπόθεση, είναι ένας πλήρης σε όλα τα επίπεδα θίασος και μια δυνατή ομάδα συντελεστών. Την έχουμε. Δεύτερη, μια γενναιόδωρη παραγωγή, πράγμα καθόλου αυτονόητο στις μέρες μας. Την έχουμε. Τρίτη, οι τεράστιες μουσικές απαιτήσεις, απόλυτα καλυμμένες. Τις έχουμε. Τέταρτη, μια παράσταση με σαφείς στόχους, που να είναι ταυτόχρονα πιστή στο πρωτότυπο, σοβαρή χωρίς σοβαροφάνεια, κωμική χωρίς ευκολίες, ελκυστική στο μεγάλο κοινό και υψηλού καλλιτεχνικού επιπέδου. Το μεγάλο στοίχημα.
Το σκηνικό θα είναι ένας μεγάλος, ενιαίος χώρος μαζικής εργασίας, όπου θα συνυπάρχουν, θα συμβιώνουν και θα συγκρούονται μέχρις εσχάτων, μέρα και νύχτα, όλες οι διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων που απαρτίζουν την τόσο ιδιότυπη, αλλά και τόσο οικεία κοινωνία της «Όπερας»: ζητιάνοι, πόρνες, μικροεγκληματίες, αστυνομικοί, μικρά και μεγάλα αφεντικά, αλλά και το υπέρτατο, αόρατο αφεντικό, πάνω από όλα και όλους. Κοφτές, κινήσεις, καταιγιστικός ρυθμός, πυκνά γκρουπαρίσματα των ηθοποιών, σβέλτο, ειρωνικό ύφος στον λόγο και η ανυπέρβλητη, διεγερτική, τζαζίστικη μουσική του Κουρτ Βάϊλ.